ψίαθος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ἡ) :<br />natte de jonc <i>ou</i> de roseau.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. emprunté.
|btext=ου (ἡ) :<br />natte de jonc <i>ou</i> de roseau.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. emprunté.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψίᾰθος''': (καὶ ὁ, κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 5), παρὰ μεταγεν. ψίεθος, [[πλέγμα]] ἐκ βούρλων ἢ σχοίνων, παραπλήσιον τῷ [[φορμός]] (2), Λατ. storea, κοινῶς «ψάθα», ἐχρησίμευε δὰ καὶ ὡς [[στρῶμα]] ἐφ’ οὗ ἐκοιμῶντο, Ἀριστ. Βάτρ. 567, Λυσίας 921, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. ἹΣτ. 6. 2, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 4· ἐκ τῆς αὐτῆς ψ. γεγονώς, Παροιμ. ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὁμοίᾳ καταστάσει διατελούντων. οἱονεὶ [[ὁμόκοιτος]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 383· Δωρ. αἰτ. πληθ. ψιάθως. Ἀριστοφ. Ἀχ 874. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ψίαθος]]· ἡ [[χαμεύνη]], καὶ τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται [[ψίαθος]]». (Ὑποτίθεται ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Αἰγυπτιακὴ).
|elnltext=ψίαθος -ου, ἡ, Dor. acc. plur. ψιάθως biezen mat, slaapmat.
}}
{{elru
|elrutext='''ψίᾰθος:''' ἡ [[тростниковая циновка]], [[плетенка]] Arph., Arst.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''ψίᾰθος:''' ή [[ψίεθος]], ἡ, [[σωρός]] από [[βούρλα]], σε Αριστοφ.· Δωρ. αιτ. πληθ. <i>ψιάθως</i>, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ψίᾰθος:''' ή [[ψίεθος]], ἡ, [[σωρός]] από [[βούρλα]], σε Αριστοφ.· Δωρ. αιτ. πληθ. <i>ψιάθως</i>, στον ίδ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψίᾰθος:''' ἡ [[тростниковая циновка]], [[плетенка]] Arph., Arst.
|lstext='''ψίᾰθος''': (καὶ ὁ, κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 5), παρὰ μεταγεν. ψίεθος, [[πλέγμα]] ἐκ βούρλων ἢ σχοίνων, παραπλήσιον τῷ [[φορμός]] (2), Λατ. storea, κοινῶς «ψάθα», ἐχρησίμευε δὰ καὶ ὡς [[στρῶμα]] ἐφ’ οὗ ἐκοιμῶντο, Ἀριστ. Βάτρ. 567, Λυσίας 921, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. ἹΣτ. 6. 2, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 4· ἐκ τῆς αὐτῆς ψ. γεγονώς, Παροιμ. ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὁμοίᾳ καταστάσει διατελούντων. οἱονεὶ [[ὁμόκοιτος]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 383· Δωρ. αἰτ. πληθ. ψιάθως. Ἀριστοφ. Ἀχ 874. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ψίαθος]]· ἡ [[χαμεύνη]], καὶ τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται [[ψίαθος]]». (Ὑποτίθεται ὅτι ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] Αἰγυπτιακὴ).
}}
{{elnl
|elnltext=ψίαθος -ου, , Dor. acc. plur. ψιάθως biezen mat, slaapmat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψίᾰθος Medium diacritics: ψίαθος Low diacritics: ψίαθος Capitals: ΨΙΑΘΟΣ
Transliteration A: psíathos Transliteration B: psiathos Transliteration C: psiathos Beta Code: yi/aqos

English (LSJ)

[ῐ], ἡ (also ὁ, read by Callistr. in Ar.Ra.567, cf. Sch. ad loc. (575)), also ψίεθος, Antig.Mir.97, Ostr.Bodl. iii 228 (i A. D.), etc. (condemned by Phryn.281):—A a rush-mat, used for sleeping on, Hesperia 5.382 (Athens, v. B.C.), Ar.Ra.567, Lys.921, Arist.HA559b3, Thphr. HP4.8.4, 9.4.4; ἐκ τῆς αὐτῆς ψ. γεγονώς, prov. of persons in like condition, bedfellow, Com.Adesp.789 (anap. (?)); Dor. pl. acc. ψιάθως Ar.Ach.874. II blind, Apollod.Poliorc.169.6. III perhaps sack, χόρτου πλήρης Sor.1.83; used for carriage of wool or stone, PCair.Zen.430, 518 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1399] ἡ, seltener ὁ, ion. ψίεθος, Decke von Binsen, Rohr, Binsenmatte, Matratze; Ar. Ran. 567 Lys. 921. 925; Theophr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
natte de jonc ou de roseau.
Étymologie: DELG terme techn. emprunté.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψίαθος -ου, ἡ, Dor. acc. plur. ψιάθως biezen mat, slaapmat.

Russian (Dvoretsky)

ψίᾰθος:тростниковая циновка, плетенка Arph., Arst.

Spanish

estera

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και ψίεθος και ως αρσ. ψίαθος, ὁ, Α
(λόγιος τ.) ψάθα
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ χαμεύνη και τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται ψίαθος»
2. παροιμ. «ἐκ τῆς αὐτῆς ψιάθου γεγονώς» — λεγόταν για άνθρωπο που βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειος τεχνικός όρος, πρβλ. τους συνώνυμους τ. της καλαθοπλεκτικής: γύργαθος, κάλαθος].

Greek Monotonic

ψίᾰθος: ή ψίεθος, ἡ, σωρός από βούρλα, σε Αριστοφ.· Δωρ. αιτ. πληθ. ψιάθως, στον ίδ. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

ψίᾰθος: ἡ (καὶ ὁ, κατὰ τὸν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 5), παρὰ μεταγεν. ψίεθος, πλέγμα ἐκ βούρλων ἢ σχοίνων, παραπλήσιον τῷ φορμός (2), Λατ. storea, κοινῶς «ψάθα», ἐχρησίμευε δὰ καὶ ὡς στρῶμα ἐφ’ οὗ ἐκοιμῶντο, Ἀριστ. Βάτρ. 567, Λυσίας 921, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. ἹΣτ. 6. 2, 5, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 4· ἐκ τῆς αὐτῆς ψ. γεγονώς, Παροιμ. ἐπὶ ἀνθρώπων ἐν ὁμοίᾳ καταστάσει διατελούντων. οἱονεὶ ὁμόκοιτος, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 383· Δωρ. αἰτ. πληθ. ψιάθως. Ἀριστοφ. Ἀχ 874. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ψίαθος· ἡ χαμεύνη, καὶ τὸ φυτὸν ἐξ οὗ πλέκεται ψίαθος». (Ὑποτίθεται ὅτι ἡ λέξις εἶναι Αἰγυπτιακὴ).

Middle Liddell

ψίᾰθος, ἡ,
a rush mat, Ar.; doric pl. acc. ψιάθως, Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ψίαθος: {psíathos}
Forms: auch ψίεθος
Grammar: f. (m.)
Meaning: Binsenmatte (att. Inschr. Va, Ar., Arist., Thphr. u.a.), auch als Blende (Apollod. Poliork.) und als Transportmittel benutzt (Pap. IIIa, Sor.);
Composita: ψιαθοπλόκος m. Mattenflechter (Pap. u.a.).
Derivative: Davon Demin. ψιάθιον n. (Kom. IV-IIIa, Pap. V-VIp), -ώδης mattenähnlich (Eust., Sch.), -ηδόν nach Art einer Matte (Sch., Suid.), -ίζομαι durch Liegen auf einer Matte kuriert werden (Hierokl. Facet.).
Etymology: Bildung wie γυργαθός, κάλαθος; wohl technisches LW.
Page 2,1137