ἀειδής: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />qui n’a pas de forme, immatériel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />qui n’a pas de forme, immatériel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[εἶδος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἀειδής''': -ές, (* ϝείδω) [[ἀόρατος]], [[ἄνευ]] σωματικῆς μορφῆς, [[ἀσώματος]], [[ἄϋλος]], ἀντιθ. τῷ [[σωματοειδής]], συχν. παρὰ Πλάτ. ὡς π.χ. ἐν Φαίδωνι 79Α. ΙΙ. (εἰδέναι) = [[ἄγνωστος]], ἄσημος, Πλάτ. Ἀξ. 365C. ΙΙΙ. ([[εἶδος]]) = [[ἄνευ]] μορφῆς, [[ἄμορφος]], Ἀριστ. Οὐρ. 3, 8, 3. 2) [[δυσειδής]], [[δύσμορφος]], Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, [[ἀμφίβολος]], γραφ. ἐν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4. 11.
|elnltext=[[ἀειδής]] zie [[ἀϊδής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), [[αόρατος]], ο [[άνευ]] σωματικής μορφής, [[ασώματος]], άυλος, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 28: Line 25:
|mdlsjtxt=[[εἶδος]]<br />without [[form]], [[incorporeal]], Plat.
|mdlsjtxt=[[εἶδος]]<br />without [[form]], [[incorporeal]], Plat.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=[[ἀειδής]] zie [[ἀϊδής]].
|lsmtext='''ἀειδής:''' -ές ([[εἶδος]]), [[αόρατος]], ο [[άνευ]] σωματικής μορφής, [[ασώματος]], άυλος, σε Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''ἀειδής''': -ές, (* ϝείδω) [[ἀόρατος]], [[ἄνευ]] σωματικῆς μορφῆς, [[ἀσώματος]], [[ἄϋλος]], ἀντιθ. τῷ [[σωματοειδής]], συχν. παρὰ Πλάτ. ὡς π.χ. ἐν Φαίδωνι 79Α. ΙΙ. (εἰδέναι) = [[ἄγνωστος]], ἄσημος, Πλάτ. Ἀξ. 365C. ΙΙΙ. ([[εἶδος]]) = [[ἄνευ]] μορφῆς, [[ἄμορφος]], Ἀριστ. Οὐρ. 3, 8, 3. 2) [[δυσειδής]], [[δύσμορφος]], Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, [[ἀμφίβολος]], γραφ. ἐν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4. 11.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[not consisting of matter]]
|woodrun=[[not consisting of matter]]
}}
}}

Revision as of 22:51, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀειδής Medium diacritics: ἀειδής Low diacritics: αειδής Capitals: ΑΕΙΔΗΣ
Transliteration A: aeidḗs Transliteration B: aeidēs Transliteration C: aeidis Beta Code: a)eidh/s

English (LSJ)

ές, (εἶδος) A formless, Arist.Cael.306b17; indistinct, ὀσμαί Thphr.Od.1; f.l. for ἀιδής. Pl. Phd.79a. 2 unsightly, χροιά a bad complexion, Hp.Nat.Mul. 41.

Spanish (DGE)

-ές
I 1oscuro subst. τὸ ἀ.: ἐκ τοῦ ἐμφανοῦς εἰς τὸ ἀειδές Parm.B 13, νύξ Eus.PE 2.5.2
oscuro, sin gloria, insignificante, A.Mart.5.17.
2 que no debe verse, feo χροιά Hp.Nat.Mul.41, cf. Ael.NA 17.31, Plu.2.317e.
3 que no puede ser visto, inmaterial, invisible σῶμα Meth.Res.3.18.5, φύσις de Dios, Gr.Nyss.Eun.1.231
subst. τὸ ἀ. imposibilidad de ver, oscuridad como naturaleza infernal, Meth.Res.2.28.5.
II 1sin forma τὸ ὑποκείμενον Arist.Cael.306b17, ἡ ὕλη Plu.2.875d.
2 indistinto ὀσμαί Thphr.Od.1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui n’a pas de forme, immatériel.
Étymologie: , εἶδος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀειδής zie ἀϊδής.

Russian (Dvoretsky)

ἀειδής:
1) не имеющий (телесной) формы, безобразный (ἀ. καὶ ἄμορφος Arst., Plut.);
2) невзрачный, некрасивый (νεανίσκος Diod.): οὐ ἀ. τὴν ὄψιν Plut. миловидный.
невидимый, незримый (ψυχή Plat.; ἀ. καὶ ἀόρατος Plut.).

Middle Liddell

εἶδος
without form, incorporeal, Plat.

Greek Monotonic

ἀειδής: -ές (εἶδος), αόρατος, ο άνευ σωματικής μορφής, ασώματος, άυλος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀειδής: -ές, (* ϝείδω) ἀόρατος, ἄνευ σωματικῆς μορφῆς, ἀσώματος, ἄϋλος, ἀντιθ. τῷ σωματοειδής, συχν. παρὰ Πλάτ. ὡς π.χ. ἐν Φαίδωνι 79Α. ΙΙ. (εἰδέναι) = ἄγνωστος, ἄσημος, Πλάτ. Ἀξ. 365C. ΙΙΙ. (εἶδος) = ἄνευ μορφῆς, ἄμορφος, Ἀριστ. Οὐρ. 3, 8, 3. 2) δυσειδής, δύσμορφος, Φιλέταιρ. ἐν «Κυναγίδι» 1. - Ἐπίρρ. -δῶς, ἀμφίβολος, γραφ. ἐν Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 4. 11.

English (Woodhouse)

not consisting of matter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)