ἀκτέα: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ας (ἡ) :<br />sureau, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. inconnue.
|btext=ας (ἡ) :<br />sureau, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. inconnue.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ἀκτέα''': «δόρατα, [[κάμαξ]]», Ἡσύχ.
|elnltext=[[ἀκτέα]] -έας, contr. [[ἀκτῆ]] -ῆς, ἡ vlier (boom; sambucus nigra).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκτέα]] και -, η (Α)<br />το [[φυτό]] Sambucus nigra (κοινώς [[αφροξυλιά]] ή [[κουφοξυλιά]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀκτέα]] [[είναι]] άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης<br />η κατάλ. -<i>έα</i> της λ. απαντά και σε άλλα ονόματα [[φυτών]], όπως: [[ἰτέα]], [[πτελέα]]. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. [[ἀκτέος]]. Από τον ελληνικό όρο [[ἀκτέα]] προήλθε το λατιν. <i>acte</i>, [[καθώς]] και το αρχ. γερμαν. <i>atuh</i>, <i>at</i>(<i>t</i>)<i>ah</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἄκτινος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκτέα:''' [[ἀκτῆ]], ἡ, [[σαμπούκος]], [[αφροξυλιά]], [[κουφοξυλιά]], σε Λουκ. (άγν. προέλ.).
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 37: Line 31:
|mdlsjtxt=[(Deriv. [[unknown]].)]<br />the [[elder]]-[[tree]], Luc.
|mdlsjtxt=[(Deriv. [[unknown]].)]<br />the [[elder]]-[[tree]], Luc.
}}
}}
{{elnl
{{grml
|elnltext=[[ἀκτέα]] -έας, contr. [[ἀκτῆ]] -ῆς, ἡ vlier (boom; sambucus nigra).
|mltxt=[[ἀκτέα]] και -, η (Α)<br />το [[φυτό]] Sambucus nigra (κοινώς [[αφροξυλιά]] ή [[κουφοξυλιά]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ἀκτέα]] [[είναι]] άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης<br />η κατάλ. -<i>έα</i> της λ. απαντά και σε άλλα ονόματα [[φυτών]], όπως: [[ἰτέα]], [[πτελέα]]. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. [[ἀκτέος]]. Από τον ελληνικό όρο [[ἀκτέα]] προήλθε το λατιν. <i>acte</i>, [[καθώς]] και το αρχ. γερμαν. <i>atuh</i>, <i>at</i>(<i>t</i>)<i>ah</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἄκτινος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκτέα:''' [[ἀκτῆ]], ἡ, [[σαμπούκος]], [[αφροξυλιά]], [[κουφοξυλιά]], σε Λουκ. (άγν. προέλ.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀκτέα''': «δόρατα, [[κάμαξ]]», Ἡσύχ.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἀκτέα''': [[ἀκτῆ]]<br />{aktéa}<br />'''Forms''': auch [[ἀκτέος]] m.<br />'''Grammar''': f.,<br />'''Meaning''': [[Holunder]], [[Sambucus nigra]] (Emp., B., Hp., Thphr. usw.).<br />'''Derivative''': Davon [[ἄκτινος]] (Thphr.).<br />'''Etymology''': Etymologie unbekannt. Daraus lat. ''acte'' (Plin., Ps.-Apul.), ahd. ''atuh'', ''at''(''t'')''ah''.<br />'''Page''' 1,60-61
|ftr='''ἀκτέα''': [[ἀκτῆ]]<br />{aktéa}<br />'''Forms''': auch [[ἀκτέος]] m.<br />'''Grammar''': f.,<br />'''Meaning''': [[Holunder]], [[Sambucus nigra]] (Emp., B., Hp., Thphr. usw.).<br />'''Derivative''': Davon [[ἄκτινος]] (Thphr.).<br />'''Etymology''': Etymologie unbekannt. Daraus lat. ''acte'' (Plin., Ps.-Apul.), ahd. ''atuh'', ''at''(''t'')''ah''.<br />'''Page''' 1,60-61
}}
}}

Revision as of 22:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτέα Medium diacritics: ἀκτέα Low diacritics: ακτέα Capitals: ΑΚΤΕΑ
Transliteration A: aktéa Transliteration B: aktea Transliteration C: aktea Beta Code: a)kte/a

English (LSJ)

(ἀκταία f.l. in Luc.Trag.71), contr. ἀκτῆ, ἡ,
A elder-tree, Sambucus nigra, Emp.93, B.8.34, Hp.Nat.Mul.2 (ἀκτῆ), Mul.1.34 (ἀκτέα), Thphr.HP3.13.4, Dsc.4.173.
2 ἀκτέα ἕλειος = χαμαιάκτη, deadwort, Sambucus ebulus, ibid.

Spanish (DGE)

v. ἀκτῆ.

German (Pape)

[Seite 86] zsgz. ἀκτῆ, ἡ, Hollunderbaum, sambucus nigra, Luc. Tragodop. 74.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sureau, plante.
Étymologie: DELG orig. inconnue.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκτέα -έας, contr. ἀκτῆ -ῆς, ἡ vlier (boom; sambucus nigra).

Russian (Dvoretsky)

ἀκτέα:бузина (Sambucus nigra) Luc.

Frisk Etymological English

ἀκτῆ
Grammatical information: f.
Meaning: elder-tree, Sambucus nigra (Emp.).
Other forms: also ἀκτέος m.
Derivatives: ἄκτινος (Thphr.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On the suffix Chantr. Form. 92 (ἰτέα, πτελέα). Witczak Linguistica Baltica 1 (1992) 201-211 connects Arm. hac`i ash (which he disconnects from ὀξύη, which, in its turn, he finds in Arm. uši and hoši). A loan is Lat. acte (Plin.), OHG atuh, at(t)ah.

Middle Liddell

[(Deriv. unknown.)]
the elder-tree, Luc.

Greek Monolingual

ἀκτέα και -ῆ, η (Α)
το φυτό Sambucus nigra (κοινώς αφροξυλιά ή κουφοξυλιά).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκτέα είναι άγνωστης ετυμολογικής προέλευσης
η κατάλ. -έα της λ. απαντά και σε άλλα ονόματα φυτών, όπως: ἰτέα, πτελέα. Στον Θεόφραστο απαντά και τ. ἀκτέος. Από τον ελληνικό όρο ἀκτέα προήλθε το λατιν. acte, καθώς και το αρχ. γερμαν. atuh, at(t)ah.
ΠΑΡ. αρχ. ἄκτινος.

Greek Monotonic

ἀκτέα: ἀκτῆ, ἡ, σαμπούκος, αφροξυλιά, κουφοξυλιά, σε Λουκ. (άγν. προέλ.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκτέα: «δόρατα, κάμαξ», Ἡσύχ.

Frisk Etymology German

ἀκτέα: ἀκτῆ
{aktéa}
Forms: auch ἀκτέος m.
Grammar: f.,
Meaning: Holunder, Sambucus nigra (Emp., B., Hp., Thphr. usw.).
Derivative: Davon ἄκτινος (Thphr.).
Etymology: Etymologie unbekannt. Daraus lat. acte (Plin., Ps.-Apul.), ahd. atuh, at(t)ah.
Page 1,60-61