κηπίον: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petit jardin, <i>fig.</i> dépendance, accessoire;<br /><b>2</b> sorte de coiffure.<br />'''Étymologie:''' [[κῆπος]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petit jardin, <i>fig.</i> dépendance, accessoire;<br /><b>2</b> sorte de coiffure.<br />'''Étymologie:''' [[κῆπος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κηπίον -ου, τό, demin van κῆπος. tuintje. kepion (bepaalde haardracht).
}}
{{elru
|elrutext='''κηπίον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[садик]] Thuc., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> «[[садик]]» (особый вид прически) Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κηπίον:''' τό, υποκορ. του [[κῆπος]]· [[περιβόλι]], [[παρτέρι]]· μεταφ., [[συμπλήρωμα]], [[προσθήκη]], [[στολισμός]], σε Θουκ.
|lsmtext='''κηπίον:''' τό, υποκορ. του [[κῆπος]]· [[περιβόλι]], [[παρτέρι]]· μεταφ., [[συμπλήρωμα]], [[προσθήκη]], [[στολισμός]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κηπίον -ου, τό, demin van κῆπος. tuintje. kepion (bepaalde haardracht).
}}
{{elru
|elrutext='''κηπίον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[садик]] Thuc., Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> «[[садик]]» (особый вид прически) Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κηπίον]], ου, τό,<br />Dim. of [[κῆπος]]: a parterre: metaph. a [[decoration]], [[appendage]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[κηπίον]], ου, τό,<br />Dim. of [[κῆπος]]: a parterre: metaph. a [[decoration]], [[appendage]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 23:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηπίον Medium diacritics: κηπίον Low diacritics: κηπίον Capitals: ΚΗΠΙΟΝ
Transliteration A: kēpíon Transliteration B: kēpion Transliteration C: kipion Beta Code: khpi/on

English (LSJ)

τό, Dim. of κῆπος, SIG46.15 (Halic., v B.C.), Plb.6.17.2, Gal.2.211, PSI1.77.18, etc.: metaph., A appendage, κ. καὶ ἐγκαλλώπισμα πλούτου Th.2.62. II = κῆπος ΙΙ, Luc.Lex.5.

German (Pape)

[Seite 1432] τό, dasselbe; Thuc. 2, 62, falsch κήπιον betont (vgl. B. A. 794, 7); Pol. 6, 17, 2; – auch eine Art sich die Haare scheeren zu lassen, Luc. Lexiph. 5.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit jardin, fig. dépendance, accessoire;
2 sorte de coiffure.
Étymologie: κῆπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηπίον -ου, τό, demin van κῆπος. tuintje. kepion (bepaalde haardracht).

Russian (Dvoretsky)

κηπίον: τό
1) садик Thuc., Polyb.;
2) «садик» (особый вид прически) Luc.

Greek (Liddell-Scott)

κηπίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κῆπος, Πολύβ. 6. 17, 2, Συλλ. Ἐπ. 8855· μικρὸν γήπεδονκηπάριον παρὰ τὴν οἰκίαν ἐν πόλει κομψῶς κεκαλλιεργημένον, Θουκ. 2. 62. ΙΙ. = κῆπος 11, Λουκ. Λεξιφ. 5.

Greek Monolingual

κηπίον, τὸ (Α) κήπος
1. μικρός κήπος
2. μτφ. μικρός κήπος δίπλα σε σπίτι για να το καλλωπίζει, προσάρτημα καλλωπιστικό του σπιτιού («κηπίονἐγκαλλώπισμα πλούτου πρὸς ταύτην νομίσαντας ὀλιγωρῆσαι», Θουκ.)
3. τρόπος κοψίματος και διακόσμησης τών μαλλιών, αλλ. κήπος («καὶ γὰρ οὐ κηπίον, ἀλλὰ σκάφιον ἐκεκάρμην», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κηπίον: τό, υποκορ. του κῆπος· περιβόλι, παρτέρι· μεταφ., συμπλήρωμα, προσθήκη, στολισμός, σε Θουκ.

Middle Liddell

κηπίον, ου, τό,
Dim. of κῆπος: a parterre: metaph. a decoration, appendage, Thuc.