κεφαλαλγής: Difference between revisions
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui a mal à la tête;<br /><b>2</b> qui fait mal à la tête.<br />'''Étymologie:''' [[κεφαλή]], [[ἄλγος]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui a mal à la tête;<br /><b>2</b> qui fait mal à la tête.<br />'''Étymologie:''' [[κεφαλή]], [[ἄλγος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κεφαλαλγής -ές [κεφαλαλγία] hoofdpijn hebbend. hoofdpijn veroorzakend:. καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδὺ μέν, κεφαλαλγὲς δέ en het was ook lekker bij de drank, maar het bezorgde je hoofdpijn Xen. An. 2.3.15. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεφᾰλαλγής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[причиняющий головную боль]] Xen., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[страдающий головной болью]] Plut., Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κεφᾰλαλγής:''' -ές ([[ἀλγέω]]), αυτός που προκαλεί πονοκέφαλο, σε Ξεν. | |lsmtext='''κεφᾰλαλγής:''' -ές ([[ἀλγέω]]), αυτός που προκαλεί πονοκέφαλο, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κεφᾰλ-αλγής, ές [[ἀλγέω]]<br />causing [[headache]], Xen. | |mdlsjtxt=κεφᾰλ-αλγής, ές [[ἀλγέω]]<br />causing [[headache]], Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, A suffering from headache, Plu.2.147f, Ruf. ap. Orib.7.26.129, 143. II Act., causing headache, X.An.2.3.15, Thphr.HP8.4.6, Diph.Siph. ap. Ath.2.54a, Ph.1.390, 2.99, Plu.2.133c, Gal.17(2).818, etc. (-αλγός is a common f.l.).
German (Pape)
[Seite 1427] ές, 1) an Kopfschmerz leidend; Medic.; S. Emp. pyrrh. 2, 52. – 2) akt., Kopfschmerz verursachend; Xen. An. 2, 3, 15; Diphil. bei Ath. II, 54 a; Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui a mal à la tête;
2 qui fait mal à la tête.
Étymologie: κεφαλή, ἄλγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεφαλαλγής -ές [κεφαλαλγία] hoofdpijn hebbend. hoofdpijn veroorzakend:. καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδὺ μέν, κεφαλαλγὲς δέ en het was ook lekker bij de drank, maar het bezorgde je hoofdpijn Xen. An. 2.3.15.
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλαλγής:
1) причиняющий головную боль Xen., Plut.;
2) страдающий головной болью Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλαλγής: -ές, ὁ πάσχων ἐκ κεφαλαλγίας, Πλούτ. 2. 147F, καὶ Ἰατρ. ΙΙ. ἐνεργ., προξενῶν κεφαλαλγίαν, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 15· οὕτως ἀναγνωστέον ἀντὶ κεφαλαλγὸς ἐν Πλουτ. 2. 133C, Ροῦφ. σελ. 51, 59 Matth.
Greek Monolingual
κεφαλαλγής, -ές (Α)
1. αυτός που υποφέρει από πονοκέφαλο
2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που προξενεί πονοκέφαλο («καὶ ἦν καὶ παρὰ πότον ἡδύ μέν, κεφολαλγὲς δέ», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + -αλγής (< άλγος), πρβλ. γονυαλγής, οσφυαλγής].
Greek Monotonic
κεφᾰλαλγής: -ές (ἀλγέω), αυτός που προκαλεί πονοκέφαλο, σε Ξεν.