προεπιβουλεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=tendre auparavant des embûches à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐπιβουλεύω]].
|btext=tendre auparavant des embûches à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἐπιβουλεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=προεπιβουλεύω [προεπιβουλή] van tevoren een plan beramen tegen, met dat.: προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν liever van tevoren een actie tegen hen beramen dan een tegenactie (achteraf) Thuc. 1.33.4.
}}
{{elru
|elrutext='''προεπιβουλεύω:''' [[заранее строить козни]], [[интриговать]] (τινί Thuc.): προεπιβουλευόμενος Thuc. жертва (чьих-л.) козней.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεπιβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[επιβουλεύω]], συνομωτώ [[εναντίον]] κάποιου από [[πριν]], <i>τινί</i>, σε Θουκ. — Παθ., είμαι το [[αντικείμενο]] τέτοιων επιβουλεύσεων, στον ίδ.
|lsmtext='''προεπιβουλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[επιβουλεύω]], συνομωτώ [[εναντίον]] κάποιου από [[πριν]], <i>τινί</i>, σε Θουκ. — Παθ., είμαι το [[αντικείμενο]] τέτοιων επιβουλεύσεων, στον ίδ.
}}
{{elnl
|elnltext=προεπιβουλεύω [προεπιβουλή] van tevoren een plan beramen tegen, met dat.: προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν liever van tevoren een actie tegen hen beramen dan een tegenactie (achteraf) Thuc. 1.33.4.
}}
{{elru
|elrutext='''προεπιβουλεύω:''' [[заранее строить козни]], [[интриговать]] (τινί Thuc.): προεπιβουλευόμενος Thuc. жертва (чьих-л.) козней.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[plot]] [[against]] one [[beforehand]], τινί Thuc.:—Pass. to be the [[object]] of [[such]] plots, Thuc.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[plot]] [[against]] one [[beforehand]], τινί Thuc.:—Pass. to be the [[object]] of [[such]] plots, Thuc.
}}
}}

Revision as of 23:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεπιβουλεύω Medium diacritics: προεπιβουλεύω Low diacritics: προεπιβουλεύω Capitals: ΠΡΟΕΠΙΒΟΥΛΕΥΩ
Transliteration A: proepibouleúō Transliteration B: proepibouleuō Transliteration C: proepivouleyo Beta Code: proepibouleu/w

English (LSJ)

plot against beforehand, τινι Th.1.33:—Pass., to be the object of such plots, Id.3.83, D.S.19.65(s. v.l.).

German (Pape)

[Seite 721] vorher nachstellen, τινί, Thuc. 1, 33; pass., 3, 83.

French (Bailly abrégé)

tendre auparavant des embûches à, τινι.
Étymologie: πρό, ἐπιβουλεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προεπιβουλεύω [προεπιβουλή] van tevoren een plan beramen tegen, met dat.: προεπιβουλεύειν αὐτοῖς μᾶλλον ἢ ἀντεπιβουλεύειν liever van tevoren een actie tegen hen beramen dan een tegenactie (achteraf) Thuc. 1.33.4.

Russian (Dvoretsky)

προεπιβουλεύω: заранее строить козни, интриговать (τινί Thuc.): προεπιβουλευόμενος Thuc. жертва (чьих-л.) козней.

Greek (Liddell-Scott)

προεπιβουλεύω: ἐπιβουλεύω πρότερον, τινὶ Θουκ. 1. 33. ― Παθ., ὁ αὐτ. 3. 83, Διόδ. 19. 65. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 15.

Greek Monolingual

Α
επιβουλεύω, σχεδιάζω πρώτος κακό εναντίον κάποιου.

Greek Monotonic

προεπιβουλεύω: μέλ. -σω, επιβουλεύω, συνομωτώ εναντίον κάποιου από πριν, τινί, σε Θουκ. — Παθ., είμαι το αντικείμενο τέτοιων επιβουλεύσεων, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. σω
to plot against one beforehand, τινί Thuc.:—Pass. to be the object of such plots, Thuc.