πολυσινής: Difference between revisions
From LSJ
ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />très malfaisant, très nuisible.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σίνομαι]]. | |btext=ής, ές :<br />très malfaisant, très nuisible.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σίνομαι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυσινής -ές [πολύς, σίνομαι] zeer schadelijk. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυσῑνής:''' [[зловредный]] (μυχοῦ [[ἄφερκτος]] πολυσινοῦς κυνὸς δίκαν Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 10: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολῠσῐνής:''' -ές ([[σίνομαι]]), [[πολύ]] [[βλαβερός]], [[ολέθριος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''πολῠσῐνής:''' -ές ([[σίνομαι]]), [[πολύ]] [[βλαβερός]], [[ολέθριος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολῠ-σῐνής, ές [[σίνομαι]]<br />[[very]] [[hurtful]], [[baneful]], Aesch. | |mdlsjtxt=πολῠ-σῐνής, ές [[σίνομαι]]<br />[[very]] [[hurtful]], [[baneful]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:50, 2 October 2022
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très malfaisant, très nuisible.
Étymologie: πολύς, σίνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυσινής -ές [πολύς, σίνομαι] zeer schadelijk.
Russian (Dvoretsky)
πολυσῑνής: зловредный (μυχοῦ ἄφερκτος πολυσινοῦς κυνὸς δίκαν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πολῠσῐνής: -ές, (σίνομαι) λίαν βλαβερός, ὀλέθριος, κύων Αἰσχύλ. Χο. 446.
Greek Monolingual
και επικ. τ. πουλυσινής, -ές, Α
πολύ βλαβερός, ολέθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σινής (< σίνος «βλάβη, φθορά»), πρβλ. επι-σινής].
Greek Monotonic
πολῠσῐνής: -ές (σίνομαι), πολύ βλαβερός, ολέθριος, σε Αισχύλ.