σιταγωγός: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui transporte du blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ἄγω]].
|btext=ός, όν :<br />qui transporte du blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ἄγω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σιτᾰγωγός -όν [σῖτος, ἄγω] graan vervoerend, voor graantransport.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτᾰγωγός:''' [[привозящий зерновой хлеб]], [[доставляющий продовольствие]] (πλοῖα Her., Xen.; ὁλκάδες Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῑτᾰγωγός:''' -όν, αυτός που μεταφέρει [[σιτηρά]], <i>σιταγωγὰ πλοῖα</i>, επισιτιστικά πλοία, σε Ηρόδ.· σιταγωγὸς [[ναῦς]], σε Θουκ.
|lsmtext='''σῑτᾰγωγός:''' -όν, αυτός που μεταφέρει [[σιτηρά]], <i>σιταγωγὰ πλοῖα</i>, επισιτιστικά πλοία, σε Ηρόδ.· σιταγωγὸς [[ναῦς]], σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=σιτᾰγωγός -όν [σῖτος, ἄγω] graan vervoerend, voor graantransport.
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτᾰγωγός:''' [[привозящий зерновой хлеб]], [[доставляющий продовольствие]] (πλοῖα Her., Xen.; ὁλκάδες Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῑτ-ᾰγωγός, όν<br />conveying or transporting [[corn]], ς. πλοῖα [[provision]]-ships, Hdt.; ς. [[ναῦς]] Thuc.
|mdlsjtxt=σῑτ-ᾰγωγός, όν<br />conveying or transporting [[corn]], ς. πλοῖα [[provision]]-ships, Hdt.; ς. [[ναῦς]] Thuc.
}}
}}

Revision as of 00:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτᾰγωγός Medium diacritics: σιταγωγός Low diacritics: σιταγωγός Capitals: ΣΙΤΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: sitagōgós Transliteration B: sitagōgos Transliteration C: sitagogos Beta Code: sitagwgo/s

English (LSJ)

όν, (ἄγω) conveying corn, πλοῖα provision-ships, Hdt.7.147; ἄκατοι ib. 186; νῆες And.2.21, Th.8.4; ὁλκάδες Id.6.30; cf. σιτηγός.

German (Pape)

[Seite 884] Getreide führend, herbeiführend; σ. πλοῖα, Proviantschiffe, Her. 7, 147; Thuc. 6, 33. 8, 4; Xen. An. 1, 7, 15; Andoc. 2, 21; Sp., s. Lob. Phryn. p. 430.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui transporte du blé.
Étymologie: σῖτος, ἄγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτᾰγωγός -όν [σῖτος, ἄγω] graan vervoerend, voor graantransport.

Russian (Dvoretsky)

σῑτᾰγωγός: привозящий зерновой хлеб, доставляющий продовольствие (πλοῖα Her., Xen.; ὁλκάδες Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

σῑτᾰγωγός: -όν, (ἄγω) ὁ φέρων ἢ μεταφέρων σῖτον εἴς τινα τόπον, σ. πλοῖα, φέροντα τὰς τροφάς, Ἡρόδ. 7. 137· ἄκατοι αὐτόθι 186· ναῦς Ἀνδοκ. 22. 21, Θουκ. 8. 4· ὁλκὰς αὐτόθι 6. 30· πρβλ. σιτηγός, καὶ ἴδε Φρύνιχ. σ. 430.

Greek Monolingual

-ό / σιταγωγός, -όν, ΝΜΑ
(για πλοίο) αυτός που μεταφέρει σιτάρι
αρχ.
αυτός που μεταφέρει τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. λαφυρ-αγωγός].

Greek Monotonic

σῑτᾰγωγός: -όν, αυτός που μεταφέρει σιτηρά, σιταγωγὰ πλοῖα, επισιτιστικά πλοία, σε Ηρόδ.· σιταγωγὸς ναῦς, σε Θουκ.

Middle Liddell

σῑτ-ᾰγωγός, όν
conveying or transporting corn, ς. πλοῖα provision-ships, Hdt.; ς. ναῦς Thuc.