συριστής: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />joueur de flûte <i>ou</i> de chalumeau.<br />'''Étymologie:''' [[συρίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />joueur de flûte <i>ou</i> de chalumeau.<br />'''Étymologie:''' [[συρίζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συριστής -οῦ, ὁ [συρίζω] [[panfluitspeler]].
}}
{{elru
|elrutext='''σῡριστής:''' οῦ ὁ Luc. = [[συρικτής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῡριστής:''' -οῦ, ὁ ([[συρίζω]]), [[αυλητής]], [[μουσικός]] που παίζει το πνευστό μουσικό όργανο [[σῦριγξ]], δηλ. τον αυλό, σε Λουκ.
|lsmtext='''σῡριστής:''' -οῦ, ὁ ([[συρίζω]]), [[αυλητής]], [[μουσικός]] που παίζει το πνευστό μουσικό όργανο [[σῦριγξ]], δηλ. τον αυλό, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=συριστής -οῦ, ὁ [συρίζω] [[panfluitspeler]].
}}
{{elru
|elrutext='''σῡριστής:''' οῦ ὁ Luc. = [[συρικτής]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῡριστής, οῦ, ὁ, [[συρίζω]]<br />a [[piper]], Luc.
|mdlsjtxt=σῡριστής, οῦ, ὁ, [[συρίζω]]<br />a [[piper]], Luc.
}}
}}

Revision as of 00:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συριστής Medium diacritics: συριστής Low diacritics: συριστής Capitals: ΣΥΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: syristḗs Transliteration B: syristēs Transliteration C: syristis Beta Code: suristh/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, also συρικτής, Arist.Pr.917a8, Corn.ND27; συρίγκτης (s. v.l.) Phot.
A s.v. λαπήττειν; Dor. συρικτάς Theoc.7.28, AP6.73 (Maced.), 237 (Antist.); and συριστήρ, ῆρος, ib.5.205 (Leon.):—panpipe player, piper, SIG 589.45 (Magn. Mae., ii B.C.), 1257 (Ephesus, i A.D.), PGnom.187 (ii A.D.), Luc.Syr.D.43; whistling, of the pipe, AP5 l.c.; of branches, ib.6.237 (Antist.).
II the male crane, so called from his note, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1040] ὁ, 1) der Pfeifende, auf der Pfeife Blasende, Spielende, bes. der die Hirtenflöte (σῦριγξ) spielt, Luc. de dea Syr. 43. – 2) der männliche Kranich, wegen seiner gellenden Stimme, Hesych.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
joueur de flûte ou de chalumeau.
Étymologie: συρίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συριστής -οῦ, ὁ [συρίζω] panfluitspeler.

Russian (Dvoretsky)

σῡριστής: οῦ ὁ Luc. = συρικτής.

Greek (Liddell-Scott)

σῡριστής: -οῦ, ὁ, ὁ παίζων τὴν σύριγγα (ἴδε σῦριγξ). αὐλητής. Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 43· ὡσαύτως συρικτής, Ἀριστ. Πρβλ. 18. 6, 1· Δωρικ. συρικτάς, Θεόκρ. 7. 28, Ἀνθ. Π. 6. 73, 237· καὶ συριστήρ, ῆρος, αὐτόθι 206. ΙΙ. «γέρανος ἄρρην» Ἡσύχ., πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1483.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. συρικτής.

Greek Monotonic

σῡριστής: -οῦ, ὁ (συρίζω), αυλητής, μουσικός που παίζει το πνευστό μουσικό όργανο σῦριγξ, δηλ. τον αυλό, σε Λουκ.

Middle Liddell

σῡριστής, οῦ, ὁ, συρίζω
a piper, Luc.