σύγκρατος: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> mélangé, uni;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> fortement uni.<br />'''Étymologie:''' [[συγκεράννυμι]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> mélangé, uni;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> fortement uni.<br />'''Étymologie:''' [[συγκεράννυμι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύγκρᾱτος -ον [συγκεράννυμι] gemengd; overdr.. τόδε σύγκρατον ζεῦγος dat nauwverbonden paar Eur. Andr. 495. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύγκρᾱτος:''' [adj. verb. к [[συγκεράννυμι]]<br /><b class="num">1)</b> [[смешанный]] Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[крепко соединенный]], [[тесно связанный]] ([[ζεῦγος]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύγκρᾱτος:''' -ον ([[κεράννυμι]]), αυτός που έχει αναμιχθεί με κάποιον [[άλλο]], [[ανάμεικτος]], ανακατωμένος, αυτός που είναι [[στενά]] συνδεδεμένος με, σε Ευρ. | |lsmtext='''σύγκρᾱτος:''' -ον ([[κεράννυμι]]), αυτός που έχει αναμιχθεί με κάποιον [[άλλο]], [[ανάμεικτος]], ανακατωμένος, αυτός που είναι [[στενά]] συνδεδεμένος με, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σύγ-κρᾱτος, ον, [[κεράννυμι]]<br />[[mixed]] [[together]], [[closely]] united, Eur. | |mdlsjtxt=σύγ-κρᾱτος, ον, [[κεράννυμι]]<br />[[mixed]] [[together]], [[closely]] united, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 00:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, mixed together, Luc.Am.12, Hld.3.15; closely united, σ. ζεῦγος E.Andr.495 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 969] zusammengemischt, Luc. am. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 mélangé, uni;
2 fig. fortement uni.
Étymologie: συγκεράννυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύγκρᾱτος -ον [συγκεράννυμι] gemengd; overdr.. τόδε σύγκρατον ζεῦγος dat nauwverbonden paar Eur. Andr. 495.
Russian (Dvoretsky)
σύγκρᾱτος: [adj. verb. к συγκεράννυμι
1) смешанный Luc.;
2) крепко соединенный, тесно связанный (ζεῦγος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
σύγκρᾱτος: -ον, συμμεμιγμένος, ἀνάμικτος, Λουκ. Ἔρωτ. 12, Ἡλιόδ. 3. 15, κτλ.· στενῶς ἡνωμένος, συνδεδεμένος, σ. ζεῦγος Εὐρ. Ἀνδρ. 494.
Greek Monolingual
(I)
-ον, Α
1. ανάμικτος
2. στενά συνδεδεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κράτος (< θ. κρατού κεράννυμι «αναμιγνύω», πρβλ. αόρ. β' ἐ-κρά-θην), πρβλ. εὔ-κρατος].
(II)
-η, -ο, Ν συγκρατώ
(στον Ερωτόκρ.) (για μικρά ή λεπτά πράγματα) αυτός που κρατιέται σε δεμάτι («κόβγει και ρίχνει τσι [πλεξούδες] σύγκρατες δίχως πόνο»).
(III)
-η, -ο, Ν
(ιδιωμ. τ.) αναμεμιγμένος με κρέας.
Greek Monotonic
σύγκρᾱτος: -ον (κεράννυμι), αυτός που έχει αναμιχθεί με κάποιον άλλο, ανάμεικτος, ανακατωμένος, αυτός που είναι στενά συνδεδεμένος με, σε Ευρ.
Middle Liddell
σύγ-κρᾱτος, ον, κεράννυμι
mixed together, closely united, Eur.