βομβαύλιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui fait résonner la flûte, joueur de flûte.<br />'''Étymologie:''' [[βόμβος]], [[αὐλός]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui fait résonner la flûte, joueur de flûte.<br />'''Étymologie:''' [[βόμβος]], [[αὐλός]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βομβαύλιος]] -ου, ὁ [[βομβέω]], [[αὐλός]] kom., doedelzakblazer. Aristoph. Ach. 866.
}}
{{elru
|elrutext='''βομβαύλιος:''' ὁ ирон. дударь, свистун Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βομβαύλιος:''' ὁ ([[βομβέω]], [[αὐλός]]), αυτός που παίζει τον άσκαυλο (το [[σουραύλι]]), με [[λογοπαίγνιο]] για τη [[λέξη]] [[βομβυλιός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βομβαύλιος:''' ὁ ([[βομβέω]], [[αὐλός]]), αυτός που παίζει τον άσκαυλο (το [[σουραύλι]]), με [[λογοπαίγνιο]] για τη [[λέξη]] [[βομβυλιός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βομβαύλιος:''' ὁ ирон. дударь, свистун Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βομβέω]], [[αὐλός]]<br />a bagpiper, with a [[play]] on [[βομβυλιός]], Ar.
|mdlsjtxt=[[βομβέω]], [[αὐλός]]<br />a bagpiper, with a [[play]] on [[βομβυλιός]], Ar.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βομβαύλιος]] -ου, ὁ [[βομβέω]], [[αὐλός]] kom., doedelzakblazer. Aristoph. Ach. 866.
}}
}}

Revision as of 10:56, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βομβαύλιος Medium diacritics: βομβαύλιος Low diacritics: βομβαύλιος Capitals: ΒΟΜΒΑΥΛΙΟΣ
Transliteration A: bombaúlios Transliteration B: bombaulios Transliteration C: vomvaylios Beta Code: bombau/lios

English (LSJ)

ὁ, (βομβέω, αὐλός) comic compd. for ἀσκαύλης, bagpiper, with play on βομβυλιός, Ar.Ach.866.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ zumbaflautas comp. cóm. analóg. c. βομβυλιός Ar.Ach.866, Hsch.

German (Pape)

[Seite 453] ὁ, Sackpfeifer (an αὐλητής u. βομβυλιός erinnernd), Ar. Ach. 831 Vesp. 107.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui fait résonner la flûte, joueur de flûte.
Étymologie: βόμβος, αὐλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βομβαύλιος -ου, ὁ βομβέω, αὐλός kom., doedelzakblazer. Aristoph. Ach. 866.

Russian (Dvoretsky)

βομβαύλιος: ὁ ирон. дударь, свистун Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βομβαύλιος: ὁ, (βομβέω, αὐλὸς) κωμικὸν σύνθετον ἀντὶ τοῦ ἀσκαύλης, ὁ τὸν ἄσκαυλον παίζων, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξ. βομβυλιός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 866, Σφηξ. 107.

Greek Monolingual

βομβαύλιος, ο (Α)
αυτός που κάνει βόμβο με τον αυλό, που ο ήχος του αυλού του είναι σαν του μπούρμπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βόμβος + -αύλιος < αυλός].

Greek Monotonic

βομβαύλιος: ὁ (βομβέω, αὐλός), αυτός που παίζει τον άσκαυλο (το σουραύλι), με λογοπαίγνιο για τη λέξη βομβυλιός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

βομβέω, αὐλός
a bagpiper, with a play on βομβυλιός, Ar.