ἄζα: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />brunissure.<br />'''Étymologie:''' [[ἄζω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />brunissure.<br />'''Étymologie:''' [[ἄζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἄζα]] -ης, ἡ [~ [[ἄζω]] stof, vuil.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄζα:''' ион. ἄζη ἡ нагар, ржавчина: [[σάκος]] πεπαλαγμένον ἄζῃ Hom. покрытый ржавчиной щит.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄζα:''' ἡ ([[ἄζω]]), [[ξηρασία]], [[ξηρότητα]]· σε Ομήρ. Οδ., [[παλιά]] η [[ασπίδα]] λεγόταν ότι ήταν <i>πεπαλαγμένον ἄζῃ</i>, καλυμμένη με ακαθαρσίες ή από [[σκόνη]] και [[χώμα]].
|lsmtext='''ἄζα:''' ἡ ([[ἄζω]]), [[ξηρασία]], [[ξηρότητα]]· σε Ομήρ. Οδ., [[παλιά]] η [[ασπίδα]] λεγόταν ότι ήταν <i>πεπαλαγμένον ἄζῃ</i>, καλυμμένη με ακαθαρσίες ή από [[σκόνη]] και [[χώμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄζα:''' ион. ἄζη ἡ нагар, ржавчина: [[σάκος]] πεπαλαγμένον ἄζῃ Hom. покрытый ржавчиной щит.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἄζω]<br />[[drought]]: in Od. an old [[shield]] is said to be πεπαλαγμένον ἄζῃ coated with dry [[dirt]] or [[mould]].
|mdlsjtxt=[ἄζω]<br />[[drought]]: in Od. an old [[shield]] is said to be πεπαλαγμένον ἄζῃ coated with dry [[dirt]] or [[mould]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἄζα]] -ης, ἡ [~ [[ἄζω]] stof, vuil.
}}
}}

Revision as of 11:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄζα Medium diacritics: ἄζα Low diacritics: άζα Capitals: ΑΖΑ
Transliteration A: áza Transliteration B: aza Transliteration C: aza Beta Code: a)/za

English (LSJ)

ἡ, A heat, ἠελίου Opp.C.1.134, cf. 3.324. 2 dryness, of the skin, χροός Nic.Th.304. 3 metaph., unsatisfied desire, Call.in PGen.97 ii 7. II dirt, mould, σάκος πεπαλαγμένον ἄζη Od. 22.184. 2 dry sediment, Sch. Theoc.5.109. (Cf. Lat. areo.)

German (Pape)

[Seite 43] ἡ, Dürre, χροός Nic. Th. 303; Gluth, ἠελίοιο Opp. C. 1, 133, vgl. 3, 324; Staub, Schmutz, σάκος πεπαλαγμένον ἄζῃ Hom. Od. 22, 184 (ἅπαξ εἰρημ.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
brunissure.
Étymologie: ἄζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄζα -ης, ἡ [~ ἄζω stof, vuil.

Russian (Dvoretsky)

ἄζα: ион. ἄζη ἡ нагар, ржавчина: σάκος πεπαλαγμένον ἄζῃ Hom. покрытый ржавчиной щит.

Greek (Liddell-Scott)

ἄζα: ἡ, (ἴδ. ἄζω) = θερμότης, ἠελίου, Ὀππ. Κ. 1. 134. πρβλ. 3. 324. ξηρασία, ξηρότης τοῦ δέρματος: χροός, Νίκ. Θ. 304, ἔνθα ὁ Schneid. ἔχει ἄτῃ˙ ἀλλ’ ἐν Ὀδ. Χ. 184 παλαιὰ ἀσπὶς (σάκκος) λέγεται ὅτι ἦτο πεπαλαγμένον ἄζῃ, = κεκαλυμμένον ὑπὸ ἀκαθαρσίας ἢ εὐρῶτος: - ἐπὶ ξηρᾶς ὑποστάθμης, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 109.

Greek Monotonic

ἄζα: ἡ (ἄζω), ξηρασία, ξηρότητα· σε Ομήρ. Οδ., παλιά η ασπίδα λεγόταν ότι ήταν πεπαλαγμένον ἄζῃ, καλυμμένη με ακαθαρσίες ή από σκόνη και χώμα.

Middle Liddell

[ἄζω]
drought: in Od. an old shield is said to be πεπαλαγμένον ἄζῃ coated with dry dirt or mould.