βαλανάγρα: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />clef <i>ou</i> crochet pour pousser un verrou.<br />'''Étymologie:''' [[βάλανος]], [[ἀγρέω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />clef <i>ou</i> crochet pour pousser un verrou.<br />'''Étymologie:''' [[βάλανος]], [[ἀγρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαλανάγρα]] -ας, ἡ [[βάλανος]], [[ἀγρέω]] haak (om grendel open te trekken), sleutel.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰλᾰνάγρα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[крюк для вынимания дверного болта]], [[ключ]] Her., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[дверная задвижка]], [[засов]] Polyb., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βᾰλᾰνάγρα:''' ἡ, [[κλειδί]] ή [[γάντζος]] για το [[τράβηγμα]] του μοχλού της πόρτας (βλ. [[βάλανος]] II), σε Ηρόδ., Ξεν.
|lsmtext='''βᾰλᾰνάγρα:''' ἡ, [[κλειδί]] ή [[γάντζος]] για το [[τράβηγμα]] του μοχλού της πόρτας (βλ. [[βάλανος]] II), σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰλᾰνάγρα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[крюк для вынимания дверного болта]], [[ключ]] Her., Xen.;<br /><b class="num">2)</b> [[дверная задвижка]], [[засов]] Polyb., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βάλανος]] II]<br />a key or [[hook]] for pulling out the doorpin, Hdt., Xen.
|mdlsjtxt=[[βάλανος]] II]<br />a key or [[hook]] for pulling out the doorpin, Hdt., Xen.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βαλανάγρα]] -ας, ἡ [[βάλανος]], [[ἀγρέω]] haak (om grendel open te trekken), sleutel.
}}
}}

Revision as of 11:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰλᾰνάγρα Medium diacritics: βαλανάγρα Low diacritics: βαλανάγρα Capitals: ΒΑΛΑΝΑΓΡΑ
Transliteration A: balanágra Transliteration B: balanagra Transliteration C: valanagra Beta Code: balana/gra

English (LSJ)

ἡ, picklock, key or hook for pulling out the βάλανος 11.4, Hdt. 3.155, X.HG5.2.29, Aen.Tact.18.9: in plural, = βάλανος 11.4, Plb.7.16.5, Them.Or.26.315d.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 llave ἐπιτρέψονται ἐμοὶ Βαβυλώνιοι ... τῶν πυλέων τὰς βαλανάγρας Hdt.3.155, παραδοὺς αὐτῷ τὴν βαλανάγραν τῶν πυλῶν X.HG 5.2.29, cf. Aen.Tact.18.9, Plu.2.705e, Polyaen.1.38.1, 2.36, 5.24, νῦν ἔμβαλε τὴν βαλανάγραν Hedyl.1494P.
2 cerrojo οὗτοι μὲν ἔξωθεν προσπεσόντες πειρῶνται διακόπτειν τοὺς στροφεῖς καὶ τὸ ζύγωμα τῶν πυλῶν, αὐτοὶ δὲ τὸν μοχλὸν ἔνδοθεν καὶ τὰς βαλανάγρας Plb.7.16.5, cf. Them.Or.26.315d.

German (Pape)

[Seite 428] ἡ, 1) Schlüssel, der die βάλανος, w. m. s., heraushebt, Her. 3, 155; Xen. Hell. 5, 2, 29. – 2) das Thürschloß, Pol. 7, 16; Plut. Symp. 7, 5, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
clef ou crochet pour pousser un verrou.
Étymologie: βάλανος, ἀγρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαλανάγρα -ας, ἡ βάλανος, ἀγρέω haak (om grendel open te trekken), sleutel.

Russian (Dvoretsky)

βᾰλᾰνάγρα:
1) крюк для вынимания дверного болта, ключ Her., Xen.;
2) дверная задвижка, засов Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰλᾰνάγρα: ἡ, κλειδίον τι ἢ ἄγκιστρον πρὸς ἐξαγωγὴν τῆς βαλάνου, ὁπότεθύρα ἠνοίγετο (ἴδε βάλανος ΙΙ. 3), Ἡρόδ. 3. 155. Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· - παρὰ Πολυβ. 7. 16, 5, κατὰ τὸ φαινόμενον, -βάλανος ΙΙ. 3.

Greek Monolingual

βαλανάγρα, η (Α)
1. κλειδί ή άγκιστρο για να τραβά κανείς τη βάλανο, τον σύρτη της πόρτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάλανος + άγρα «κυνήγι»].

Greek Monotonic

βᾰλᾰνάγρα: ἡ, κλειδί ή γάντζος για το τράβηγμα του μοχλού της πόρτας (βλ. βάλανος II), σε Ηρόδ., Ξεν.

Middle Liddell

βάλανος II]
a key or hook for pulling out the doorpin, Hdt., Xen.