κατάκοπος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />brisé de fatigue, épuisé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κόπος]].
|btext=ος, ον :<br />brisé de fatigue, épuisé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κόπος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατά-κοπος -ον [κατακόπτω] uitgeput.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάκοπος:''' [[разбитый]] (от усталости), измученный ([[κύων]] [[θηρευτικός]] Plut.; ὑπὸ τῆς μάχης Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάκοπος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[πάρα]] πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιαστικός]], [[επαχθής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκοπα</i><br />κουρασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατακόπτω]] «[[κουράζω]], [[εξαντλώ]]»].
|mltxt=-η, -ο (Α [[κατάκοπος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[πάρα]] πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπιαστικός]], [[επαχθής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κατάκοπα</i><br />κουρασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατακόπτω]] «[[κουράζω]], [[εξαντλώ]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάκοπος:''' [[разбитый]] (от усталости), измученный ([[κύων]] [[θηρευτικός]] Plut.; ὑπὸ τῆς μάχης Diod.).
}}
{{elnl
|elnltext=κατά-κοπος -ον [κατακόπτω] uitgeput.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκοπος Medium diacritics: κατάκοπος Low diacritics: κατάκοπος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ
Transliteration A: katákopos Transliteration B: katakopos Transliteration C: katakopos Beta Code: kata/kopos

English (LSJ)

ον, A very weary, κ. τῷ σώματι LXX Jb.3.17, al.; ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D.H.6.29; ὑπὸ τῆς μάχης D.S.13.18, cf. Plu.Arat.8. II wearisome, tedious, Phld.Rh.1.173S.

German (Pape)

[Seite 1355] zerhauen, zerschnitten, – ermüdet, erschöpft, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς D. Hal. 6, 29; ὑπὸ τῆς μάχης κατάκοποι τοῖς σώμασιν D. Sic. 13, 18, vgl. 17, 12; Plut. Arat. 8 u. öfter, wie a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
brisé de fatigue, épuisé.
Étymologie: κατά, κόπος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατά-κοπος -ον [κατακόπτω] uitgeput.

Russian (Dvoretsky)

κατάκοπος: разбитый (от усталости), измученный (κύων θηρευτικός Plut.; ὑπὸ τῆς μάχης Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάκοπος: -ον, κατακεκομμένος, «κομμένος», κουρασμένος, κεκοπιακώς, κεκμηκώς, κατάπονος, πεπονημμένος, ἐξ ὁδοῦ μακρᾶς Διον. Ἁλ. 6. 29· ὑπὸ τῆς μάχης Διόδ. 13. 18· πρβλ. κόπος· καὶ ἐνεργ., σκληρὰ μὲν καὶ ἀντίτυπος (πᾶσα μεταφορὰ) κατάκοπος, εὐφραίνει δὲ πραεῖα καὶ ἄλυπος Φιλόδ. περὶ Ρητορ. ἔκδ. Sudh. σ. 173, 17.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάκοπος, -ον)
αυτός που είναι πάρα πολύ κουρασμένος, ο αποκαμωμένος, ο εξαντλημένος («ἀνεπαύσαντο κατάκοποι τῷ σώματι», ΠΔ)
αρχ.
κοπιαστικός, επαχθής.
επίρρ...
κατάκοπα
κουρασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατακόπτω «κουράζω, εξαντλώ»].