δίμορφος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0631.png Seite 631]] doppeltgestaltig, Lycophr. 111. 892; vom Hermaphroditen, D. Sic. exc. p. 519, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0631.png Seite 631]] doppeltgestaltig, Lycophr. 111. 892; vom Hermaphroditen, D. Sic. exc. p. 519, 8. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίμορφος:''' [[имеющий двойную форму]], [[двуобразный]] Diod., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίμορφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή παρουσιάζεται με δύο μορφές<br /><b>2.</b> (για χημική [[ουσία]]) αυτή που παρουσιάζεται με δύο διαφορετικές κρυσταλλικές καταστάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />ο αποτελούμενος από δύο μορφές, [[ερμαφρόδιτος]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δίμορφος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή παρουσιάζεται με δύο μορφές<br /><b>2.</b> (για χημική [[ουσία]]) αυτή που παρουσιάζεται με δύο διαφορετικές κρυσταλλικές καταστάσεις<br /><b>αρχ.</b><br />ο αποτελούμενος από δύο μορφές, [[ερμαφρόδιτος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], ον, two-formed, Lyc.111,892; of twin form, Vett. Val.13.3; androgynous, D.S.32.12.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 biforme ref. a anim. y seres míticos o fabulosos de naturaleza mixta Μίνω γόνος del Minotauro, mitad hombre y mitad toro, E.Fr.Phot.34, δράκων de Erecteo, monstruo c. cabeza de hombre y cuerpo de serpiente, Lyc.111, θεός de Tritón, mitad hombre y mitad pez, Lyc.892, cf. Corn.ND 22, θηρίον de la esfinge, D.S.4.64, ζῷα κητώδη χερσαῖα καὶ δίμορφα de anim. no identificados de Arabia, D.S.2.54, τραγέλαφοι καὶ βούβαλοι καὶ ἄλλα γένη δίμορφα ζῴων D.S.2.51
•de Dioniso, diversamente interpretado, D.S.4.5, cf. Orph.H.30.3
•cóm. ref. Sócrates Com.Adesp.386 (pero v. διάμορφος II 2).
2 doble del signo de Piscis, Vett.Val.12.20, δύναμις Dam.in Prm.198
•subst. τὸ δ. forma doble, figura doble de la representación de Jano en las monedas, Plu.2.274f.
German (Pape)
[Seite 631] doppeltgestaltig, Lycophr. 111. 892; vom Hermaphroditen, D. Sic. exc. p. 519, 8.
Russian (Dvoretsky)
δίμορφος: имеющий двойную форму, двуобразный Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δίμορφος: -ον, δύο μορφὰς ἔχων, Λυκόφρ. 111, 892· ἀνδρογύνης, ἑρμαφρόδιτος, Διόδ. Ἐκλογ. 2. 522.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει ή παρουσιάζεται με δύο μορφές
2. (για χημική ουσία) αυτή που παρουσιάζεται με δύο διαφορετικές κρυσταλλικές καταστάσεις
αρχ.
ο αποτελούμενος από δύο μορφές, ερμαφρόδιτος.