διαβαστάζω: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=soupeser, peser ; évaluer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βαστάζω]].
|btext=soupeser, peser ; évaluer.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[βαστάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαβαστάζω:''' [[взвешивать в руке]], [[определять]] (на вес) (τὸ [[βάρος]] Luc.; sc. τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαβαστάζω:''' [[ζυγίζω]], [[υπολογίζω]] με το [[χέρι]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''διαβαστάζω:''' [[ζυγίζω]], [[υπολογίζω]] με το [[χέρι]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διαβαστάζω:''' [[взвешивать в руке]], [[определять]] (на вес) (τὸ [[βάρος]] Luc.; sc. τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[weigh]] in the [[hand]], [[estimate]], Plut.
|mdlsjtxt=<br />to [[weigh]] in the [[hand]], [[estimate]], Plut.
}}
}}

Revision as of 12:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβαστάζω Medium diacritics: διαβαστάζω Low diacritics: διαβαστάζω Capitals: ΔΙΑΒΑΣΤΑΖΩ
Transliteration A: diabastázō Transliteration B: diabastazō Transliteration C: diavastazo Beta Code: diabasta/zw

English (LSJ)

A carry over, Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13:—Pass., Vett. Val.162.28. II weigh in the hand, estimate, Plu.Dem.25, Luc.Ep.Sat.33. 2 contain, Vett. Val.222.1.

Spanish (DGE)

1 sopesar διαβαστάσαντα τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου σκέψασθαι Plu.Dem.25, cf. Luc.Sat.33, τὸ ἀνθηρότατον Vett.Val.211.5
alzar, levantar en brazos A.Andr.et Matt.16
llevar, transportar ἡ κινητικὴ τοῦ ἐλέφαντος αἰτία, τηλικοῦτόν γε ὄγκον διαβαστάζουσα S.E.M.9.116, cf. Aq.Is.51.18, Sm.Ex.15.13, en v. pas. τὸ ὕδωρ διαβασταζόμενον ἐκ τῆς γῆς Vett.Val.154.11, cf. Eus.M.23.373A.
2 fig. sostener, sustentar ἐν τῇ ἀλγηδόνι ὄντα τὸν ἀδελφὸν διαβαστάζων Ath.Al.M.28.585C, τὴν τοῦ θεοῦ ἐκκλησίαν Eus.Is.49.23, cf. Chrys.M.51.51, (στύλοι) οἱ τὸν τῆς σοφίας οἶκον διαβαστάζοντες Gr.Nyss.Hom.in Cant.417.19
soportar, aguantar τὰ ἀσθενέστερα (τῶν μελῶν) Basil.M.31.1421B
en v. med. mismo sent. τὸ σῶμα ἀναπαύλαις διαβασταζόμενον παρίεται el cuerpo marcha aguantando a base de momentos de reposo por op. al alma que no puede cansarse, Clem.Al.Paed.2.9, ἂν ... ἐκεῖνα βλαβῇ, καὶ διαβαστάζεται καὶ πρὸς ὑγιείαν ἐπάνεισι si aquéllos (el ojo o la nariz) son dañados, resisten y sanan Chrys.M.61.259, cf. Epiph.Const.Haer.59.4.8.

French (Bailly abrégé)

soupeser, peser ; évaluer.
Étymologie: διά, βαστάζω.

Russian (Dvoretsky)

διαβαστάζω: взвешивать в руке, определять (на вес) (τὸ βάρος Luc.; sc. τὴν ὁλκὴν τοῦ χρυσίου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

διαβαστάζω: μέλλ. -άσω, μεταφέρω εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, Ἀκύλ. Παλ. Διαθ. κτλ. ΙΙ. δοκιμάζω τὸ βάρος πράγματός τινος ἐν τῇ χειρί, ἐκτιμῶ τι, Πλούτ. Δημοσθ. 25, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 33. ΙΙΙ. ὑποφέρω τι μέχρι τέλους Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. IV (Α΄ π. Κορ.) 32 D.

Greek Monolingual

διαβαστάζω (AM)
1. διαβιβάζω
2. εκτιμώ το βάρος αντικειμένου ζυγίζοντας το με το χέρι
3. υπομένω μέχρι τέλος
4. περιλαμβάνω
5. παθ. υποβαστάζομαι.

Greek Monotonic

διαβαστάζω: ζυγίζω, υπολογίζω με το χέρι, σε Πλούτ.

Middle Liddell


to weigh in the hand, estimate, Plut.