δονακόεις: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> rempli de roseaux;<br /><b>2</b> préparé au moyen de gluaux (piège).<br />'''Étymologie:''' [[δόναξ]]. | |btext=όεσσα, όεν;<br /><b>1</b> rempli de roseaux;<br /><b>2</b> préparé au moyen de gluaux (piège).<br />'''Étymologie:''' [[δόναξ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δονᾰκόεις:''' όεσσα, όεν<br /><b class="num">1)</b> [[заросший тростником]] ([[Εὐρώτας]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[тростниковый]], [[камышевый]] ([[δόλος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δονᾰκόεις:''' -εσσα, -εν ([[δόναξ]]), [[καλαμωτός]], [[γεμάτος]] καλαμιές, σε Ευρ.· [[δόλος]] δ., λέγεται για [[καλάμι]] καλυμμένο με [[κόλλα]] ιξού ως [[ξόβεργα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''δονᾰκόεις:''' -εσσα, -εν ([[δόναξ]]), [[καλαμωτός]], [[γεμάτος]] καλαμιές, σε Ευρ.· [[δόλος]] δ., λέγεται για [[καλάμι]] καλυμμένο με [[κόλλα]] ιξού ως [[ξόβεργα]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δονᾰκόεις, εσσα, εν <i>adj</i> [[δόναξ]]<br />reedy, Eur.; [[δόλος]] δ., of a [[reed]] [[covered]] with birdlime, Anth. | |mdlsjtxt=δονᾰκόεις, εσσα, εν <i>adj</i> [[δόναξ]]<br />reedy, Eur.; [[δόλος]] δ., of a [[reed]] [[covered]] with birdlime, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 3 October 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, reedy, δονακόεντος Εὐρώτα E.Hel.210 (lyr.); δόλος δ. a reed covered with birdlime, AP 9.273 (Bianor).
Spanish (DGE)
(δονᾰκόεις) -εσσα, -εν
• Alolema(s): δουν- AP 9.273 (Bianor)
1 lleno de cañas Εὐρώτας E.Hel.209.
2 hecho de cañas δουνακόεντα ... συνθεὶς δόλον confeccionando una trampa de cañas cubiertas de liga AP l.c.
German (Pape)
[Seite 656] εσσα, εν, voll Rohr; Eurotas, Eur. Hel. 210; δουνακόεις δόλος, die Falle von Rohr, Leimruthe, Bian. 3 (IX, 273).
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 rempli de roseaux;
2 préparé au moyen de gluaux (piège).
Étymologie: δόναξ.
Russian (Dvoretsky)
δονᾰκόεις: όεσσα, όεν
1) заросший тростником (Εὐρώτας Eur.);
2) тростниковый, камышевый (δόλος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δονᾰκόεις: εσσα, εν, πλήρης καλάμου, δονακόεντος Εὐρώτα Εὐρ. Ἑλ. 208· δόλος δ., κάλαμος ἀληλιμμένος ἰξῷ, Ἀνθ. Π. 9. 273.
Greek Monolingual
δονακόεις, -εσσα -εν (Α)
1. (για ποταμό) ο γεμάτος καλάμια
2. φρ. «δονακόεις δόλος» — καλάμι αλειμμένο με ιξό, παγίδα.
Greek Monotonic
δονᾰκόεις: -εσσα, -εν (δόναξ), καλαμωτός, γεμάτος καλαμιές, σε Ευρ.· δόλος δ., λέγεται για καλάμι καλυμμένο με κόλλα ιξού ως ξόβεργα, σε Ανθ.
Middle Liddell
δονᾰκόεις, εσσα, εν adj δόναξ
reedy, Eur.; δόλος δ., of a reed covered with birdlime, Anth.