δύστοκος: Difference between revisions
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />enfanté pour le malheur, funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[τίκτω]]. | |btext=ος, ον :<br />enfanté pour le malheur, funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[τίκτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δύστοκος:''' [[рожденный на беду]] ([[δάκος]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δύστοκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτός που γεννά με πόνο. | |lsmtext='''δύστοκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτός που γεννά με πόνο. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δύσ-τοκος, ον [[τίκτω]]<br />[[bringing]] [[forth]] with [[pain]]. | |mdlsjtxt=δύσ-τοκος, ον [[τίκτω]]<br />[[bringing]] [[forth]] with [[pain]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, born for mischief, δάκος E.Fr.863.
Spanish (DGE)
-ον
1 nacido para causar desgracia λύγκα, δ. δάκος E.Fr.863.
2 difícil de parir δύστοκα μὲν γὰρ εἶναι τὰ τεθνηκότα Porph.Gaur.5.3.
3 que pare con dificultad, que le cuesta parir (αἱ γυναῖκες) κατὰ δὲ σκοτομηνίας δύστοκοι ἄγαν Chrysipp.Stoic.2.212, ἔτι δὲ ἄνω κειμένων τῶν ὑστερῶν ἀνάγκη δυστόκους γίνεσθαι Phlp.in GA 16.6.
German (Pape)
[Seite 689] schwer gebärend; zum Unheil geboren, Eur. bei Ael. H. A. 14, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enfanté pour le malheur, funeste.
Étymologie: δυσ-, τίκτω.
Russian (Dvoretsky)
δύστοκος: рожденный на беду (δάκος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
δύστοκος: -ον, μετὰ πόνου γεννῶν. ― Ἐπίρρ. δυστόκως ἔχειν Εὐστ. Πονημ. 326. 53. ΙΙ. ὁ ἐπὶ κακῷ γεννηθείς, Εὐρ. Ἀποσπ. 855.
Greek Monolingual
, -η, -ο (AM δύστοκος, -ον)
αυτή που έχει δύσκολο τοκετό
αρχ.
αυτός που γεννήθηκε για κακό.
Greek Monotonic
δύστοκος: -ον (τίκτω), αυτός που γεννά με πόνο.