εὐεπίβατος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à gravir, à escalader.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἐπιβαίνω]].
|btext=ος, ον :<br />facile à gravir, à escalader.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἐπιβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεπίβᾰτος:''' [[легко доступный]] (τὸ τῆς ψυχῆς εὐεπίβατον Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐεπίβᾰτος:''' -ον, [[ευπρόσβλητος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''εὐεπίβᾰτος:''' -ον, [[ευπρόσβλητος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεπίβᾰτος:''' [[легко доступный]] (τὸ τῆς ψυχῆς εὐεπίβατον Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-επίβᾰτος, ον<br />[[easy]] of [[attack]], Luc.
|mdlsjtxt=εὐ-επίβᾰτος, ον<br />[[easy]] of [[attack]], Luc.
}}
}}

Revision as of 13:13, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπίβᾰτος Medium diacritics: εὐεπίβατος Low diacritics: ευεπίβατος Capitals: ΕΥΕΠΙΒΑΤΟΣ
Transliteration A: euepíbatos Transliteration B: euepibatos Transliteration C: evepivatos Beta Code: eu)epi/batos

English (LSJ)

ον, A easy to ascend, λόφος Str.5.3.7; τεῖχος Polyaen. 6.5; καταρράκται App.BC5.82 (Comp.). II easy of attack, τόποι Ph.Bel.94.40: metaph., Id.1.459, Luc.Cal.19.

German (Pape)

[Seite 1065] leicht zu besteigen, leicht zugänglich, λόφος Strab. V p. 234; Sp. Übertr., ἀσθενές τι καὶ εὐεπ. τῆς ψυχῆς Luc. calumn. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à gravir, à escalader.
Étymologie: εὖ, ἐπιβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

εὐεπίβᾰτος: легко доступный (τὸ τῆς ψυχῆς εὐεπίβατον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίβᾰτος: -ον, ὃν εὐχερῶς ἀναβαίνει τις, λόφος Στράβων 234, Πολύαινος 6. 5· εὐπρόσβλητος, Λουκ. π. Διαβολ. 19.

Greek Monolingual

εὐεπίβατος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος με ευχέρειαεὐεπίβατος λόφος», Στράβ.)
2. ο ευπρόσβλητος («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», Λουκιαν.)
3. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διασχίσει, να διαβεί με ευκολίαεὐεπίβατος ἔρημος»)
4. αυτός που είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός
5. ο προσιτός, ο ευκολοπλησίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-βατός (< επι-βαίνω)].

Greek Monotonic

εὐεπίβᾰτος: -ον, ευπρόσβλητος, σε Λουκ.

Middle Liddell

εὐ-επίβᾰτος, ον
easy of attack, Luc.