εὐλάκα: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=(ἡ) :<br />soc de la charrue <i>ou</i> hoyau.<br />'''Étymologie:''' mot laconien, c. [[αὖλαξ]].
|btext=(ἡ) :<br />soc de la charrue <i>ou</i> hoyau.<br />'''Étymologie:''' mot laconien, c. [[αὖλαξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐλάκᾱ:''' ἡ дор. лемех: ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλάξειν Thuc. (слова оракула) пахать серебряным лемехом, т. е. оставить землю невспаханной и страдать от голода.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐλάκα:''' ἡ, Χρησμ. [[παρά]] Θουκ. (αρχαίοι Λακ. τύποι, πιθ. συγγενές προς το [[αὖλαξ]]).
|lsmtext='''εὐλάκα:''' ἡ, Χρησμ. [[παρά]] Θουκ. (αρχαίοι Λακ. τύποι, πιθ. συγγενές προς το [[αὖλαξ]]).
}}
{{elru
|elrutext='''εὐλάκᾱ:''' ἡ дор. лемех: ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλάξειν Thuc. (слова оракула) пахать серебряным лемехом, т. е. оставить землю невспаханной и страдать от голода.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 13:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐλάκα Medium diacritics: εὐλάκα Low diacritics: ευλάκα Capitals: ΕΥΛΑΚΑ
Transliteration A: euláka Transliteration B: eulaka Transliteration C: evlaka Beta Code: eu)la/ka

English (LSJ)

ἡ, Dor. word, ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν (Lacon. fut. inf.), should plough with silver ploughshare, intimating that there would be a dearth, corn being worth its weight in silver, Orac. ap. Th.5.16 (v.l. εὐλάχα, Phot.).—Neither Verb nor Noun occurs elsewhere (Cf. αὐλάχα, αὖλαξ.)

German (Pape)

[Seite 1077] nur in einem Orakel bei Thuc. 5. 16, ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλάξειν, mit silberner Pflugschaar pflügen (wahrscheinlich alte lakon. Formen von αὖλαξ), von eiuer Theuerung, wo das Getreide so theuer wird, als hätte man mit silberner Pflugschaar pflügen müssen.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
soc de la charrue ou hoyau.
Étymologie: mot laconien, c. αὖλαξ.

Russian (Dvoretsky)

εὐλάκᾱ: ἡ дор. лемех: ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλάξειν Thuc. (слова оракула) пахать серебряным лемехом, т. е. оставить землю невспаханной и страдать от голода.

Greek (Liddell-Scott)

εὐλάκα: ἡ, ἐν Χρησμῷ τινι παρὰ Θουκ. 5. 16, εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν, εἰ δὲ μὴ θὰ ἀρόσωσι (τὴν γῆν) μὲ ἀργυρᾶν ὕνιν, ὅπερ ἐδήλου ὅτι ἔμελλε νὰ ἐπέλθῃ σιτοδεία, ὥστε νὰ πορίζωνται τὸν σῖτον ἄλλοθεν, ὠνούμενοι αὐτὸν δι’ ἀργυρίου. Οὔτε τὸ ῥῆμα οὔτε τὸ ὄνομα ἀπαντᾷ ἀλλαχοῦ. Εἶναι ἀρχαῖοι Λακωνικοὶ τύποι πιθαν. συγγενεῖς τῷ αὖλαξ.

Greek Monolingual

εὐλάκα, ἡ (Α)
(δωρ. λέξη) απαντά μόνο στη φράση «εἰ δὲ μὴ ἀργυρέᾳ εὐλάκᾳ εὐλαξεῖν» — διαφορετικά θα οργώσουν (τη γη) με αργυρό υνί, Θουκ.φράση είναι απόσπασμα από χρησμό, με τον οποίο προμηνυόταν στους Λακεδαιμονίους ότι θα ερχόταν περίοδος σιτοδείας, ώστε να προμηθεύονται σιτάρι αγοράζοντάς το από αλλού με πολλά χρήματα. Ούτε το ρήμα ούτε το όνομα απαντούν σε άλλο χωρίο).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λακωνικός τ. < ε-Fλακ-, με θέμα που απαντά στο αύλαξ (< α-Fλακ-) και διαφορετικό πρόθημα].

Greek Monotonic

εὐλάκα: ἡ, Χρησμ. παρά Θουκ. (αρχαίοι Λακ. τύποι, πιθ. συγγενές προς το αὖλαξ).

Frisk Etymological English

See also: S. ἄλοξ.

Middle Liddell

εὐλάκα, ἡ,
a ploughshare, Orac. ap. Thuc. [Old Lacon. form, prob. akin to αὖλαξ

Frisk Etymology German

εὐλάκα: {eulákā}
Grammar: f.
Meaning: Pflug, Pflugschar (dor.).
See also: S. ἄλοξ.
Page 1,588