θάλεα: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[τά]]) :<br />joie, plaisir.<br />'''Étymologie:''' probabl. pl. neutre de *θάλυς, d'où fém. [[θάλεια]].
|btext=ων ([[τά]]) :<br />joie, plaisir.<br />'''Étymologie:''' probabl. pl. neutre de *θάλυς, d'où fém. [[θάλεια]].
}}
{{elru
|elrutext='''θάλεα:''' (θᾰ) τά (только в gen. pl. θαλέων) жизнерадостность, веселье: θαλέων ἐμπλησάμενος [[κῆρ]] Hom. с сердцем, исполненным радости.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θάλεα:''' [ᾰ], τά ([[θάλλω]]), [[χαρά]], [[ευθυμία]], χαρούμενες σκέψεις· θαλέων ἐμπλησάμενος [[κῆρ]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''θάλεα:''' [ᾰ], τά ([[θάλλω]]), [[χαρά]], [[ευθυμία]], χαρούμενες σκέψεις· θαλέων ἐμπλησάμενος [[κῆρ]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θάλεα:''' (θᾰ) τά (только в gen. pl. θαλέων) жизнерадостность, веселье: θαλέων ἐμπλησάμενος [[κῆρ]] Hom. с сердцем, исполненным радости.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θᾰ́λεα, τά, [[θάλλω]]<br />[[good]] [[cheer]], [[happy]] thoughts, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il.
|mdlsjtxt=θᾰ́λεα, τά, [[θάλλω]]<br />[[good]] [[cheer]], [[happy]] thoughts, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il.
}}
}}

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάλεα Medium diacritics: θάλεα Low diacritics: θάλεα Capitals: ΘΑΛΕΑ
Transliteration A: thálea Transliteration B: thalea Transliteration C: thalea Beta Code: qa/lea

English (LSJ)

[ᾰ], Lacon. σάλ- (v. infr.), τά, good cheer, happy thoughts, of the sleeping Astyanax, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il.22.504; ἐν σάλεσσι πολλοῖς ἥμενος Alcm.10; θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινά Call.Fr. anon.31.—In form and accent pl. of θάλος, in meaning closer to θάλεια, θαλία.

German (Pape)

[Seite 1183] τά, s. θάλος.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
joie, plaisir.
Étymologie: probabl. pl. neutre de *θάλυς, d'où fém. θάλεια.

Russian (Dvoretsky)

θάλεα: (θᾰ) τά (только в gen. pl. θαλέων) жизнерадостность, веселье: θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Hom. с сердцем, исполненным радости.

Greek (Liddell-Scott)

θάλεα: ᾰ, τά, χαρά, εὐθυμία, εὐτυχεῖς στοχασμοί, ἐπὶ τοῦ κοιμωμένου Ἀστυάνακτος, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Ἰλ. Χ. 504· ἐν σάλεσσι (Λακων. ἀντὶ θάλεσι) πολλοῖς ἥμερος Ἀλκμὰν 70· θαλέεσσιν ἀνατρέφειν τινὰ Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. - Κατὰ τύπον (ἂν καὶ οὐχὶ κατὰ τονισμὸν) οὐδ. πληθ. ὀνομαστικῆς *θαλύς· πρβλ. θάλεια.

English (Autenrieth)

pl.: good cheer, Il. 22.504†.

Greek Monolingual

θάλεα, τὰ (Α)
ευφροσύνη, ευθυμία («Άστυάναξ... θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του θάλος, τα].

Greek Monotonic

θάλεα: [ᾰ], τά (θάλλω), χαρά, ευθυμία, χαρούμενες σκέψεις· θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

θᾰ́λεα, τά, θάλλω
good cheer, happy thoughts, θαλέων ἐμπλησάμενος κῆρ Il.