θαλία
English (LSJ)
Ion. θαλίη, ἡ, (θάλλω)
A abundance, good cheer, τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ Il.9.143,285: in plural, festivities, μετ' ἀθανάτοισι θεοῖσι τέρπεται ἐν θαλίῃς Od.11.603, cf.h.Merc.56, Hes.Op.115, Archil.9, Xenoph. 1.12 (sg.), Pi.O.7.94, Trag.Adesp.397 (anap.), Ar.Nu.309, Pax780 (both lyr.), Av.733 (anap.); εἶναι ἐν θαλίῃσι Hdt.3.27; θ. κισσοφόροι E.Ba.384 (lyr.); of a funeral-feast, ἀμφ' ὁσίῃ θαλίῃ… ἄνακτος Orac. ap.Plu.Arat.53.
II v. θαλλία ΙΙ.
III as pr. n., v. θάλεια III.
German (Pape)
[Seite 1183] ἡ (θάλλω, vgl. θάλεια), blühendes Glück, Lebensfreude, Gastmahl, Festschmaus, bes. beim Opfer, Il. 9, 143. 285, gew. im plur., Od. 11, 603 Hes. O. 115, Pind. τερπναί, Ol. 11, 79, εὔφωνοι, P. 1, 38, vgl. 10, 34; Archil. frg. 48. 53; Eur. Bacch. 363; Ar. Pax 780 Nubb. 307 u. a. D.; auch in Prosa, Her. 3, 27; Plat. in der unter θάλεια angeführten Stelle; Orac. bei Plut. Arat. 53.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 abondance, bonne chère;
2 festin, banquet.
Étymologie: cf. θάλλω.
Russian (Dvoretsky)
θᾰλία: ион. θᾰλίη ἡ
1 изобилие, довольство, роскошь (τρέφεσθαι θαλίῃ ἐνὶ πολλῇ Hom.);
2 только pl. пир, празднество (δαῖτες καὶ θαλίαι Arph.; τερπωλαὶ καὶ θαλίαι Plut.): τέρπεται ἐν θαλίῃς Hom. (Геракл на Олимпе) наслаждается пиром; οἱ Αἰγύπτιοι ἔσαν ἐν θαλίῃσι Her. египтяне пировали.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλία: Ἰων. -ίη, ἡ, (θάλλω) ἀφθονία, πλοῦτος, εὐτυχία, εὐθυμία, τρέφεται θαλίῃ ἐνὶ πολλῇ Ἰλ. Ι. 143, 285· ἐν τῷ πληθ., συμπόσια, εὐωχίαι, πανηγύρεις, μετ’ ἀθανάτοισι θεοῖσι τέρπεται ἐν θαλίῃς Ὀδ. Λ. 603, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 115, Ἀρχίλ. 8, Πίνδ., Τραγ., κτλ.· ἐν θαλίῃσιν εἶναι Ἡρόδ. 3. 27· ἐπὶ ἐπικηδείων ἀγώνων καὶ συμποσίων, ἀμφ’ ὁσίῃ θαλίῃ... ἄνακτος Χρησμ. ἐν Πλουτ. Ἀράτ. 53· - ἐν Πλάτ. Πολ. 573D χειρόγραφά τινα οὐχὶ ὀρθῶς ἔχουσι θάλειαι ἀντὶ θαλίαι. ΙΙ. = θάλλος, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 2, 12, Αἰτ. Φ. 5. 1, 3· - ἐν Αἰτ. Φ. 1. 20, 3., 3. 5, 1, φέρεται θάλεια· καὶ θαλλία ἐν Διοσκ. 2. 75, Ἀθήν. 459 ἐν τέλει. ΙΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα, ἴδε ἐν λέξει θάλεια ΙΙΙ.
Spanish
Greek Monolingual
θαλία, ιων. τ. θαλίη, ἡ (Α) θάλος
1. αφθονία, πλούτος («τρέφεται θαλίῃ ἔνι πολλῇ», Ομ. Ιλ.)
2. συν. στον πληθ. αἱ θαλίαι
εωχία
3. τρυφερός βλαστός φυτού, ο θαλλός
4. ως κύριο όν. ή Θαλία
μία από τις Μούσες, η Θάλεια.
Greek Monotonic
θᾰλία: Ιων. -ίη, ἡ (θάλλω), αφθονία, πλούτος, ευτυχία, ευθυμία, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ. συμπόσιο, ευωχίες, πανήγυρεις, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
Middle Liddell
θᾰλία, ἡ, θάλλω
abundance, plenty, good cheer, Il.; in plural festivities, Od., Hdt.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
ἡ floreciente ref. a Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., ἀφθίτη, λιγεῖα, λιπαροπλόκαμε, θ. a ti te suplico, inmortal, de tono agudo, que tienes brillantes trenzas, floreciente P IV 2284
Translations
opulence
Catalan: opulència; Dutch: rijkdom, weelde; Finnish: vauraus; German: Reichtum, Wohlstand; Greek: χλιδή, πολυτέλεια; Ancient Greek: ἀμφιλάφεια, ἀμφιλαφία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐκτημοσύνη, εὐχρηματία, θαλία, μαμωνᾶς, μεγαλειότης, πιότης, πολυτέλεια, πλοῦτος, τιμιότης; Latin: opes, opulentia; Polish: obfitość; Romanian: opulență; Russian: богатство; Spanish: opulencia; Swedish: rikedom