λειαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f. épq.</i> λειανέω, <i>ao.</i> [[ἐλείηνα]] <i>ou</i> [[λείηνα]];<br /><i>poét. et ion. c.</i> [[λεαίνω]].
|btext=<i>f. épq.</i> λειανέω, <i>ao.</i> [[ἐλείηνα]] <i>ou</i> [[λείηνα]];<br /><i>poét. et ion. c.</i> [[λεαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λειαίνω:''' (эп. fut. λειανέω, aor. [[ἐλείηνα]] и [[λείηνα]]) эп.-ион. = [[λεαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λειαίνω:''' Ιων. αντί [[λεαίνω]].
|lsmtext='''λειαίνω:''' Ιων. αντί [[λεαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λειαίνω:''' (эп. fut. λειανέω, aor. [[ἐλείηνα]] и [[λείηνα]]) эп.-ион. = [[λεαίνω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λειαίνω]], [ionic for [[λεαίνω]].]
|mdlsjtxt=[[λειαίνω]], [ionic for [[λεαίνω]].]
}}
}}

Revision as of 13:51, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειαίνω Medium diacritics: λειαίνω Low diacritics: λειαίνω Capitals: ΛΕΙΑΙΝΩ
Transliteration A: leiaínō Transliteration B: leiainō Transliteration C: leiaino Beta Code: leiai/nw

English (LSJ)

λείανσις, v. λεαίνω, λέανσις.

French (Bailly abrégé)

f. épq. λειανέω, ao. ἐλείηνα ou λείηνα;
poét. et ion. c. λεαίνω.

Russian (Dvoretsky)

λειαίνω: (эп. fut. λειανέω, aor. ἐλείηνα и λείηνα) эп.-ион. = λεαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

λειαίνω: λείανσις, ἴδε ἐν λέξ. λεαίνω, λέανσις.

English (Autenrieth)

(λεῖος), fut. λειανέω, aor. 3 pl. λείηναν, part. λειήνᾶς: make smooth, smooth, level off, Od. 8.260.

Greek Monolingual

λειαίνω και λεαίνω) λείος
1. κάνω κάτι λείο με ξύσιμο ή τρίψιμο, γυαλίζω, στιλβώνω («πᾱν δ' εὖ λειήνας χρυσέην ἐπέθηκε κορώνην», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω κάτι ομαλό, εξομαλύνω («λείηναν δὲ χορόν», Ομ. Οδ.)
3. μτφ. μετριάζω, αμβλύνω, απαλύνω
αρχ.
1. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη τρίβοντάς το
2. αφανίζω («τὰ ἐκ γῆς φυόμενα λεαίνοντες», Ηρόδ.)
3. είμαι ή γίνομαι λείος.

Greek Monotonic

λειαίνω: Ιων. αντί λεαίνω.

Middle Liddell

λειαίνω, [ionic for λεαίνω.]