λιβάδιον: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />un peu d'eau.<br />'''Étymologie:''' [[λιβάς]]. | |btext=ου (τό) :<br />un peu d'eau.<br />'''Étymologie:''' [[λιβάς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῐβάδιον:''' (ᾰ) τό вода, водоем (πότιμον Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῐβάδιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[λιβάς]], μικρό [[ρυάκι]], σε Στράβ. | |lsmtext='''λῐβάδιον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[λιβάς]], μικρό [[ρυάκι]], σε Στράβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=λῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of [[λιβάς]]<br />a [[small]] [[stream]], Strab. | |mdlsjtxt=λῐβάδιον, ου, τό, [Dim. of [[λιβάς]]<br />a [[small]] [[stream]], Strab. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 3 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], τό, (λιβάς) A small spring, πότιμα λ. Plu.2.913c; small stream, λ. ὀλεθρίου ὕδατος Str.8.8.4. II in the common dialect, a wet place, Eust.1358.54, Thom.Mag.p.223 R.; = χωρίον βοτανῶδες, Hsch. III = κενταύρειον τὸ μικρόν, Plin.HN25.68.
German (Pape)
[Seite 42] τό, ein feuchter Ort, Au, Wiese, VLL. u. Sp. – Als dim. von λιβάς, kleiner Quell, Strab. VIII, 389; πότιμα λιβάδια, Plut. qu. nat. 5; Hdn. Epimer. 77 wird es erkl. μικρὸς σταλαγμός.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
un peu d'eau.
Étymologie: λιβάς.
Russian (Dvoretsky)
λῐβάδιον: (ᾰ) τό вода, водоем (πότιμον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
λῐβάδιον: τό, (λιβὰς) ὕδωρ, πότιμα λ. Πλούτ. 2. 913C· μικρὸς ῥύαξ, λ. ὕδατος Στράβ. 389. ― Κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. (Ἐπιμερ. 77) «λιβάδιον· μικρὸς σταλαγμός». ΙΙ. ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ, τόπος ἔνυδρος, λειμών, «λιβάδι», Θωμ. Μάγιστρ. 223. 15. Εὐστ. ΙΙΙ. ὄνομα βοτάνης, κενταύριον μικρόν, centaureum parvum, Πλιν. Ν. Η. 25. 31. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς, τόμ. Α΄, σ. 403.
Greek Monotonic
λῐβάδιον: [ᾰ], τό, υποκορ. του λιβάς, μικρό ρυάκι, σε Στράβ.