λιπαυγής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> sans lumière, sombre, obscur;<br /><b>2</b> aveugle.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[αὐγή]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> sans lumière, sombre, obscur;<br /><b>2</b> aveugle.<br />'''Étymologie:''' [[λείπω]], [[αὐγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''λῐπαυγής:''' [[незрячий]], [[слепой]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐπαυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), αυτός που στερείται [[φωτός]], [[σκοτεινός]], [[ανήλιαγος]], [[τυφλός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''λῐπαυγής:''' -ές ([[αὐγή]]), αυτός που στερείται [[φωτός]], [[σκοτεινός]], [[ανήλιαγος]], [[τυφλός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐπαυγής:''' [[незрячий]], [[слепой]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐπ-αυγής, ές [[αὐγή]]<br />[[deserted]] by [[light]], [[blind]], Anth.
|mdlsjtxt=λῐπ-αυγής, ές [[αὐγή]]<br />[[deserted]] by [[light]], [[blind]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπαυγής Medium diacritics: λιπαυγής Low diacritics: λιπαυγής Capitals: ΛΙΠΑΥΓΗΣ
Transliteration A: lipaugḗs Transliteration B: lipaugēs Transliteration C: lipavgis Beta Code: lipaugh/s

English (LSJ)

ές, deserted by light, dark, sunless, IG12(5).891.5 (Tenos), Orph.H.18.2; blind, AP9.13 (Pl. Jun.).

German (Pape)

[Seite 51] ές, ohne Licht, dunkel; Ταρτάριον λειμῶνα βαθύσκιον καὶ λιπ. Orph. H. 2, 2; blind, Plat. min. 1 u. Ep. ad. (IX, 13, 615).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 sans lumière, sombre, obscur;
2 aveugle.
Étymologie: λείπω, αὐγή.

Russian (Dvoretsky)

λῐπαυγής: незрячий, слепой Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπαυγής: -ές, ἐστερημένος φωτός, σκοτεινός, ἀνήλιος, Ὀρφ. Ὕμν. 17. 2· τυφλός, Ἀνθ. Π. 9. 13· ἐντεῦθεν λιπαυγέω, χάνω τὸ φῶς μου, Βασίλ. ἐν βίῳ Ἁγ. Θέκλης 1, σ. 266· - ἴδε ἐν λέξ. λειπανδρέω.

Greek Monolingual

λιπαυγής, -ές (Α)
1. αυτός που στερείται φωτός, σκοτεινός, ανήλιος
2. τυφλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -αυγής (< αὐγή ἡ ή αὖγος τὸ), πρβλ. δι-αυγής].

Greek Monotonic

λῐπαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που στερείται φωτός, σκοτεινός, ανήλιαγος, τυφλός, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῐπ-αυγής, ές αὐγή
deserted by light, blind, Anth.