μαστήρ: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> qui cherche, qui recherche, gén.;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i> magistrat chargé de rechercher et de confisquer les biens des proscrits.<br />'''Étymologie:''' *μάω. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>1</b> qui cherche, qui recherche, gén.;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i> magistrat chargé de rechercher et de confisquer les biens des proscrits.<br />'''Étymologie:''' *μάω. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαστήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ищущий]], [[ведущий поиски]] (τινος Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[соглядатай]] (τινος Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαστήρ:''' -ῆρος, ὁ (*μάω), αυτός που ψάχνει, [[ερευνητής]], αυτός που αναζητεί [[κάτι]], <i>τινος</i>, σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''μαστήρ:''' -ῆρος, ὁ (*μάω), αυτός που ψάχνει, [[ερευνητής]], αυτός που αναζητεί [[κάτι]], <i>τινος</i>, σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[*μάω]<br />a [[seeker]], [[searcher]], one who looks for, τινος Soph., Eur. | |mdlsjtxt=[*μάω]<br />a [[seeker]], [[searcher]], one who looks for, τινος Soph., Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (μαίομαι) A seeker, searcher, τινος S.OC456, Tr.733, E.Ba.986 (lyr.): also in late Prose, Parth.1.1, Alciphr.1.11; μ. ἀναγκαίας ζωῆς Porph. Abst.2.5: as fem., Carc.5.5 (s.v.l.); cf. μάστειρα. II μαστῆρες, οἱ, officers appointed to ascertain and get possession of the assets of public debtors and exiles at Athens, Hyp.Fr.133; at Amorgos, IG 12(7).62.54.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
1 qui cherche, qui recherche, gén.;
2 à Athènes magistrat chargé de rechercher et de confisquer les biens des proscrits.
Étymologie: *μάω.
Russian (Dvoretsky)
μαστήρ: ῆρος ὁ
1) ищущий, ведущий поиски (τινος Soph.);
2) соглядатай (τινος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μαστήρ: ῆρος, ὁ, (ἴδε ἐν λ. *μάω) ὁ μαστεύων, ζητῶν, ἐρευνῶν, ἀναζητῶν, ἐρευνητής, τινος Σοφ. Ο. Κ. 456, Τρ. 733, Εὐρ. Βάκχ. 986, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Ἀλκίφρων 1. 11, κτλ.· - οὕτω θηλ., Ἰοῦς μῆνις μάστειρ’ (κατὰ Hartung μαστίκτειρ’) Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 163. II. ἐν Ἀθήναις μαστῆρες ἦσαν «οἱ τὰ φυγαδευτικὰ χρήματα εἰσπράττοντες, οἱονεὶ ζητηταὶ τῶν φυγαδευτικῶν χρημάτων τῶν ἀειφυγίᾳ φυγαδευθέντων» (Φώτ.), Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ.· ἴδε Böckh P. E. 1. 213· πρβλ. ζητητής, μάστρος.
Greek Monolingual
μαστήρ, -ῆρος, ό, ἡ (Α)
αυτός που ερευνά, που αναζητά κάτι ή κάποιον («καὶ Κρέοντα πεμπόντων ἐμοῦ μαστῆρα», Σοφ.)
2. στον πληθ. oἱ μαστῆρες
(στην Αθήνα) (κατά τον Φώτ.) «οἱ τὰ φυγαδευτικὰ χρήματα εἰσπράττοντες, οἱονεὶ ζητηταὶ τῶν φυγαδευτικῶν χρημάτων τῶν ἀειφυγίᾳ φυγαδευθέντων» — οι υπάλληλοι που εισέπρατταν ή μπορούσαν να ενεργήσουν κατάσχεση τών περιουσιακών στοιχείων εκείνων που χρωστούσαν στο δημόσιο, καθώς και τών εξορίστων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μασ- του μαίομαι «αναζητώ, ερευνώ» + επίθημα -τήρ].
Greek Monotonic
μαστήρ: -ῆρος, ὁ (*μάω), αυτός που ψάχνει, ερευνητής, αυτός που αναζητεί κάτι, τινος, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
[*μάω]
a seeker, searcher, one who looks for, τινος Soph., Eur.