μελαμφαής: Difference between revisions

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />sombre, obscur.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[φάος]].
|btext=ής, ές :<br />sombre, obscur.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[φάος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμφαής:''' [[черный на вид]] ([[Ἔρεβος]] Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελαμφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή [[ανταύγεια]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μελαμφαής:''' -ές ([[φάος]]), αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή [[ανταύγεια]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελαμφαής:''' [[черный на вид]] ([[Ἔρεβος]] Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελαμ-φαής, ές [[φάος]]<br />whose [[light]] is [[blackness]], Eur.
|mdlsjtxt=μελαμ-φαής, ές [[φάος]]<br />whose [[light]] is [[blackness]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:29, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμφᾰής Medium diacritics: μελαμφαής Low diacritics: μελαμφαής Capitals: ΜΕΛΑΜΦΑΗΣ
Transliteration A: melamphaḗs Transliteration B: melamphaēs Transliteration C: melamfais Beta Code: melamfah/s

English (LSJ)

ές, whose light is blackness, μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος E.Hel.518 (lyr.); γαίας ἐς μ. μυχούς Carc.5.3.

German (Pape)

[Seite 118] ές, schwarz scheinend, dunkel, ἔρεβος, Eur. Hel. 525; Carcin. bei D. Sic. 5, 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sombre, obscur.
Étymologie: μέλας, φάος.

Russian (Dvoretsky)

μελαμφαής: черный на вид (Ἔρεβος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μελαμφαής: -ές, ὁ ἔχων μέλαιναν ὄψιν, μαῦρος, σκοτεινός, μελαμφαὲς οἴχεται δ’ Ἔρεβος Εὐρ. Ἑλ. 518 (λυρ.)· δῦναί τε γαίας ἐς μελαμφαεῖς μυχοὺς Καρκίνος Τραγῳδιοποιὸς παρὰ Διοδ. 5. 5.

Spanish

que tiene una luz tenebrosa

Greek Monolingual

μελαμφαής, -ές (Α)
αυτός που έχει μαύρη, σκοτεινή όψη, μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός («μελαμφαὲς οἴχεται δι' Ἔρεβος χθονὶ κρυφθείς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -φαής (< φάος), πρβλ. λαμπροφαής, χρυσοφαής].

Greek Monotonic

μελαμφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει μαύρη όψη, σκοτεινή ανταύγεια, σε Ευρ.

Middle Liddell

μελαμ-φαής, ές φάος
whose light is blackness, Eur.