Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετώπιον: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> front ; bandeau sur le front, ligature au front;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> marge d'une feuille, bord d'une page;<br /><b>3</b> huile parfumée d'Égypte.<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> front ; bandeau sur le front, ligature au front;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> marge d'une feuille, bord d'une page;<br /><b>3</b> huile parfumée d'Égypte.<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετώπιον:''' τό эп. = [[μέτωπον]] 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετώπιον:''' τό, = [[μέτωπον]], το [[μέτωπο]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μετώπιον:''' τό, = [[μέτωπον]], το [[μέτωπο]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετώπιον:''' τό эп. = [[μέτωπον]] 1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μετ-ώπιον, ου, τό, = [[μέτωπον]],]<br />the [[forehead]], Il.
|mdlsjtxt=μετ-ώπιον, ου, τό, = [[μέτωπον]],]<br />the [[forehead]], Il.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετώπιον Medium diacritics: μετώπιον Low diacritics: μετώπιον Capitals: ΜΕΤΩΠΙΟΝ
Transliteration A: metṓpion Transliteration B: metōpion Transliteration C: metopion Beta Code: metw/pion

English (LSJ)

τό, A = μέτωπον, forehead, Il.11.95,16.739. 2 façade, ναοῦ SIG282 ii 20 (Priene, iv B. C.). 3 margin of a book, Gal.17(1).634, Hdn.Epim.2, 159. 4 bandage for the forehead, Gal. 18(1).803. II aromatic Egyptian ointment containing μέτωπον III, Dsc.1.59; containing oil of bitter almonds, Apollon. ap. Ath.15.688f, cf. Gal.19.71, Paul.Aeg.7.20. 2 = ἀμυγδάλινον ἔλαιον, Dsc.1.33, Gloss.; cf. νετώπιον.

German (Pape)

[Seite 164] τό, 1) = μέτωπον, Stirn, Il. 11, 95. 16, 739. – 2) ein wohlriechendes ägyptisches Oel, Diosc. – 3) Stirnbinde, Galen.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 front ; bandeau sur le front, ligature au front;
2 p. anal. marge d'une feuille, bord d'une page;
3 huile parfumée d'Égypte.
Étymologie: μέτωπον.

Russian (Dvoretsky)

μετώπιον: τό эп. = μέτωπον 1.

Greek (Liddell-Scott)

μετώπιον: τό, = μέτωπον, Ἰλ. Λ. 95., Π. 739. 2) ἐπίδεσμος διὰ τὸ μέτωπον, Γαλην. 18. 803, κτλ. 3) περιθώριον σελίδος, «ὥρα καὶ ἐν τοῖς μετωπίοις τῶν καταβατῶν ἐπισημαινομένους τοὺς ἐπιμερισμοὺς» Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 2. II. ἀρωματικόν τι μύρον τῆς Αἰγύπτου, Διοσκ. 1. 71, πρβλ. 39, Ἀθήν. 688F· πρβλ. μέτωπον.

English (Autenrieth)

on the forehead, Il. 11.95 and Il. 16.739.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μετώπιον, Μ και μετώπιν και μετώπι) μέτωπον
νεοελλ.
ανθρωπολ. ανθρωπομετρικό σημείο που κείται στο μέσο της νοητής γραμμής η οποία ενώνει τους δύο μετωπικούς όγκους
μσν.
μετωπιαίο διακοσμητικό του κράνους ή της μίτρας
μσν.-αρχ.
μέτωπο
αρχ.
1. πρόσοψη
2. επίδεσμος για το μέτωπο
3. κάλυμμα του μετώπου τών ίππων
4. περιθώριο σελίδας
5. αρωματικό ελαιώδες μύρο που περιείχε έλαιο πικραμυγδάλου και το οποίο χρησιμοποιούσαν ιδίως στην Αίγυπτο
6. έλαιο αμυγδάλου.

Greek Monotonic

μετώπιον: τό, = μέτωπον, το μέτωπο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μετ-ώπιον, ου, τό, = μέτωπον,]
the forehead, Il.