μονόπεπλος: Difference between revisions
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />vêtu seulement d'un voile.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[πέπλος]]. | |btext=ος, ον :<br />vêtu seulement d'un voile.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[πέπλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονόπεπλος:''' [[одетый в один лишь пеплос]] (Δωρὶς ὡς [[κόρα]] Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μονόπεπλος:''' -ον, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Ευρ. | |lsmtext='''μονόπεπλος:''' -ον, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μονό-πεπλος, ον<br />wearing the [[tunic]] only, Eur. | |mdlsjtxt=μονό-πεπλος, ον<br />wearing the [[tunic]] only, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, with but one robe, i.e. wearing the tunic only (v. ἄπεπλος), like a Dorian maiden, E. Hec. 933 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 204] mit einem Gewande, Eur. Hec. 933.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vêtu seulement d'un voile.
Étymologie: μόνος, πέπλος.
Russian (Dvoretsky)
μονόπεπλος: одетый в один лишь пеплос (Δωρὶς ὡς κόρα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
μονόπεπλος: -ον, ὁ ἔχων μίαν μόνον ἐσθῆτα, δηλ. φορῶν μόνον τὸν χιτῶνα (ἴδε ἐν λ. ἄπεπλος), ὡς Δωρὶς κόρη, Εὐρ. Ἑκ. 933· πρβλ. Müller Dor. 4. 2. § 3.
Greek Monolingual
μονόπεπλος, -ον (Α)
αυτός που φορά μόνο τον πέπλο ή τον χιτώνα («λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος λιποῦσα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -πέπλος (< πέπλον), πρβλ. χρυσό-πεπλος].
Greek Monotonic
μονόπεπλος: -ον, αυτός που φοράει μόνο χιτώνα, σε Ευρ.
Middle Liddell
μονό-πεπλος, ον
wearing the tunic only, Eur.