μιαιφονία: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de se souiller d'un meurtre.<br />'''Étymologie:''' [[μιαιφόνος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />action de se souiller d'un meurtre.<br />'''Étymologie:''' [[μιαιφόνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μιαιφονία:''' ἡ осквернение себя убийством, кровопролитие, (человеко)убийство (μ. καὶ [[πικρία]] Dem.; τὸ [[μύσος]] καὶ ἡ μ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μιαιφονία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[τύψη]] που προέρχεται από [[αίμα]] που χύθηκε σε φόνο, σε Δημ., Διόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μόλυνση]] από [[ωμοφαγία]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''μιαιφονία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[τύψη]] που προέρχεται από [[αίμα]] που χύθηκε σε φόνο, σε Δημ., Διόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[μόλυνση]] από [[ωμοφαγία]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μιαιφονία:''' ἡ осквернение себя убийством, кровопролитие, (человеко)убийство (μ. καὶ [[πικρία]] Dem.; τὸ [[μύσος]] καὶ ἡ μ. Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐαιφονία Medium diacritics: μιαιφονία Low diacritics: μιαιφονία Capitals: ΜΙΑΙΦΟΝΙΑ
Transliteration A: miaiphonía Transliteration B: miaiphonia Transliteration C: miaifonia Beta Code: miaifoni/a

English (LSJ)

ἡ, bloodthirstiness, D.25.84, D.S.17.5, Plu.Art.30; murder, Id.2.994a: pl., τυραννικαὶ μ. ib.457b.

German (Pape)

[Seite 182] ἡ, Besudelung durch Mord, Mord; καὶ πικρία καὶ ὠμότης, Dem. 25, 84; Luc. u. sp. D., wie Mel. 32 (XII, 19); Ep. ad. 465 (IX, 157); neben γαστριμαργία, vom Essen geschlachteter Thiere, Befleckung mit dem Blute der Thiere, Plut. de esu carn. II, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de se souiller d'un meurtre.
Étymologie: μιαιφόνος.

Russian (Dvoretsky)

μιαιφονία: ἡ осквернение себя убийством, кровопролитие, (человеко)убийство (μ. καὶ πικρία Dem.; τὸ μύσος καὶ ἡ μ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μιαιφονία: ἡ, μίανσις ἐκ φόνου, φόνος, Δημ. 795. 7, Διόδ. 17. 5· μίανσις ἐκ σαρκοφαγίας, Πλούτ. 2. 994Α.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μιαιφονία) μιαιφόνος
1. η πράξη του μιαιφόνου, μιαρός φόνος
2. μόλυνση τών χεριών που οφείλεται σε μιαρό φόνο
αρχ.
1. ενοχή από μιαρό φόνο
2. αιμοδιψία, το αιμοχαρές.

Greek Monotonic

μιαιφονία: ἡ,
I. τύψη που προέρχεται από αίμα που χύθηκε σε φόνο, σε Δημ., Διόδ.
II. μόλυνση από ωμοφαγία, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μιαιφονία, ἡ,
I. bloodguiltiness, Dem., Diod.
II. pollution from eating blood, Plut.

English (Woodhouse)

pollution, blood guiltiness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)