νεήφατος: Difference between revisions

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se fait entendre pour la première fois.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[φημί]].
|btext=ος, ον :<br />qui se fait entendre pour la première fois.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[φημί]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεήφᾰτος:''' [[впервые услышанный]], [[совершенно новый]] ([[ὄσσα]] HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεήφᾰτος:''' -ον, ποιητ. [[λέξη]] αντί [[νεόφατος]], αυτός που εκφωνήθηκε πρόσφατα, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''νεήφᾰτος:''' -ον, ποιητ. [[λέξη]] αντί [[νεόφατος]], αυτός που εκφωνήθηκε πρόσφατα, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''νεήφᾰτος:''' [[впервые услышанный]], [[совершенно новый]] ([[ὄσσα]] HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεή-φᾰτος, ον<br />new-[[sounding]], Hhymn.
|mdlsjtxt=νεή-φᾰτος, ον<br />new-[[sounding]], Hhymn.
}}
}}

Revision as of 14:48, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεήφᾰτος Medium diacritics: νεήφατος Low diacritics: νεήφατος Capitals: ΝΕΗΦΑΤΟΣ
Transliteration A: neḗphatos Transliteration B: neēphatos Transliteration C: neifatos Beta Code: neh/fatos

English (LSJ)

ον, poet. for νεόφατος, newly revealed, ὄσσα h.Merc.443.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se fait entendre pour la première fois.
Étymologie: νέος, φημί.

Russian (Dvoretsky)

νεήφᾰτος: впервые услышанный, совершенно новый (ὄσσα HH).

Greek (Liddell-Scott)

νεήφᾰτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ νεόφατος, νεωστὶ ἐκφωνηθείς, νεοφώνητος, νεωστὶ λεχθείς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 443, ἀντίθετον τῷ παλαίφατος.

Greek Monolingual

νεήφατος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που λέχθηκε ή που ακούστηκε για πρώτη φορά, ο λεγόμενος για πρώτη φορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -φατος (< φημί), πρβλ. θεό-φατος, παλαί-φατος. Το -η- του τ. (αντί νεόφατος) οφείλεται σε μετρικούς λόγους για την αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].

Greek Monotonic

νεήφᾰτος: -ον, ποιητ. λέξη αντί νεόφατος, αυτός που εκφωνήθηκε πρόσφατα, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

νεή-φᾰτος, ον
new-sounding, Hhymn.