σπόδιος: Difference between revisions
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0923.png Seite 923]] aschfarbig, grau; [[ὄνος]], Simonds. mul. 43, Arist. H. A. 8, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0923.png Seite 923]] aschfarbig, grau; [[ὄνος]], Simonds. mul. 43, Arist. H. A. 8, 5. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπόδιος:''' Arst. = [[σποδοειδής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον, και [[σπόδειος]], -ον, Α [[σποδός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της σποδού, της στάχτης, [[τεφρός]], [[σταχτής]] (α. «[[σπόδιον]] [[χρῶμα]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «αἶγες σπόδιαι», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος («[[βωμός]] ἐστιν Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν Σποδίου» [δ. γρφ. Σπονδίου], <b>Παυσ.</b>). | |mltxt=-ία, -ον, και [[σπόδειος]], -ον, Α [[σποδός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της σποδού, της στάχτης, [[τεφρός]], [[σταχτής]] (α. «[[σπόδιον]] [[χρῶμα]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «αἶγες σπόδιαι», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος («[[βωμός]] ἐστιν Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν Σποδίου» [δ. γρφ. Σπονδίου], <b>Παυσ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:41, 3 October 2022
English (LSJ)
α, ον, A ash-coloured, grey, ὄνος Semon. 7.43 (sed leg. σποδείης) ; αἶγες PHib.1.120.9 (iii B.C.); χρῶμα, of a dove, Arist.Fr.347. 2 of the ashes, epithet of Apollo, Paus.9.11.7, 9.12.1 (vulg. Σπόνδιος).
German (Pape)
[Seite 923] aschfarbig, grau; ὄνος, Simonds. mul. 43, Arist. H. A. 8, 5.
Russian (Dvoretsky)
σπόδιος: Arst. = σποδοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
σπόδιος: -α, -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς τέφρας, φαιός, «στακτερός», «ψαρός», ὄνος Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43 (ἔνθα ὁ Bgk. σπόδειος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 271. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τέφραν, ἐκ τέφρας, ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Παυσ. 9. 11, 7 (κοινῶς Σπόνδιος), 9. 39, 9. 3) μεταφορ., ἴδε σποδὸς IV.
Greek Monolingual
-ία, -ον, και σπόδειος, -ον, Α σποδός
1. αυτός που έχει το χρώμα της σποδού, της στάχτης, τεφρός, σταχτής (α. «σπόδιον χρῶμα», Αριστοτ.
β. «αἶγες σπόδιαι», πάπ.)
2. προσωνυμία του Απόλλωνος («βωμός ἐστιν Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν Σποδίου» [δ. γρφ. Σπονδίου], Παυσ.).