συμπολιτεία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />égalité des droits politiques accordée à l'ensemble des citoyens d'une Cité dans une autre.<br />'''Étymologie:''' [[συμπολίτης]].
|btext=ας (ἡ) :<br />égalité des droits politiques accordée à l'ensemble des citoyens d'une Cité dans une autre.<br />'''Étymologie:''' [[συμπολίτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπολῑτεία:''' ἡ симполития, содружество государств, политический союз или федерация: σ. τῶν Ἀχαιῶν Polyb. Ахейский союз.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπολῑτεία:''' ἡ, ομόσπονδη [[ένωση]] [[πόλεων]], [[συνομοσπονδία]], [[ομοσπονδία]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''συμπολῑτεία:''' ἡ, ομόσπονδη [[ένωση]] [[πόλεων]], [[συνομοσπονδία]], [[ομοσπονδία]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπολῑτεία:''' ἡ симполития, содружество государств, политический союз или федерация: σ. τῶν Ἀχαιῶν Polyb. Ахейский союз.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συμ-πολῑτεία, ἡ,<br />a [[federal]] [[union]] of states, a [[confederacy]], [[league]], Polyb.
|mdlsjtxt=συμ-πολῑτεία, ἡ,<br />a [[federal]] [[union]] of states, a [[confederacy]], [[league]], Polyb.
}}
}}

Revision as of 15:54, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπολῑτεία Medium diacritics: συμπολιτεία Low diacritics: συμπολιτεία Capitals: ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΙΑ
Transliteration A: sympoliteía Transliteration B: sympoliteia Transliteration C: sympoliteia Beta Code: sumpolitei/a

English (LSJ)

ἡ, A federal union of several states, with interchange of civic rights, confederacy, τῶν Ἀχαιῶν Plb.3.5.6, cf. 2.41.12, 44.5, D.S.29.18. 2 sharing of political life, Phld.Mus.p.93 K. (pl.).

German (Pape)

[Seite 989] ἡ, politische Verbindung mehrerer Städte od. Staaten, Städtebund; Pol. 2, 41, 12. 44, 4; τῶν Ἀχαιῶν, der Achäische Bund, 1, 3, 5 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
égalité des droits politiques accordée à l'ensemble des citoyens d'une Cité dans une autre.
Étymologie: συμπολίτης.

Russian (Dvoretsky)

συμπολῑτεία: ἡ симполития, содружество государств, политический союз или федерация: σ. τῶν Ἀχαιῶν Polyb. Ахейский союз.

Greek (Liddell-Scott)

συμπολῑτεία: ἡ, ἕνωσις πολλῶν πολιτειῶν εἰς ὁμοσπονδίαν ἐν συγκοινωνίᾳ ἢ ἐναλλαγῇ τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων, ὁμοσπονδία, Λακεδαιμονίων τῆς τῶν Ἀχαιῶν συμπολιτείας ἀποστάντων Πολύβ. 3. 5, 6, πρβλ. 2. 41, 12., 44. 5, κτλ.· ἴδε Nieb. R. H. 2. σ. 51. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131, 392.

Greek Monolingual

η, ΝΑ συμπολιτεύομαι
ένωση κρατών που διατηρεί το καθένα την τοπική του κυβέρνηση, αλλά όλα μαζί αναγνωρίζουν την κεντρική εξουσία και ειδικότερα στην ορολογία του διακρατικού δικαίου, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί στην αρχαιότητα, και της αρχαίας πολιτειολογίας, το σύνολο τών πολιτικών δικαιωμάτων που είχαν οι πολίτες δύο ή περισσότερων πόλεων-κρατών σε ένα ομοσπονδιακό κράτος συγκείμενο από τις πόλεις τους (α. «Αχαϊκή συμπολιτεία» β. «Αφρικανική συμπολιτεία»).

Greek Monotonic

συμπολῑτεία: ἡ, ομόσπονδη ένωση πόλεων, συνομοσπονδία, ομοσπονδία, σε Πολύβ.

Middle Liddell

συμ-πολῑτεία, ἡ,
a federal union of states, a confederacy, league, Polyb.