τέτανος: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />tension <i>ou</i> rigidité d'un membre.<br />'''Étymologie:''' [[τείνω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />tension <i>ou</i> rigidité d'un membre.<br />'''Étymologie:''' [[τείνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τέτᾰνος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[натяжение]], [[напряжение]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[судорога]], [[сведение]] Plat., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[βαριά]] [[νόσος]] του νευρικού συστήματος που οφείλεται σε μικροβιακή [[τοξίνη]] και χαρακτηρίζεται από γενικευμένες πολύ επώδυνες συσπάσεις τών [[μυών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>([[κτην]].)</b> ζωονόσος, με κύρια συμπτώματα τη μυϊκή [[ακαμψία]] του λαιμού, τών [[άκρων]] και της ουράς, που προσβάλλει τα ιπποειδή, τα βοοειδή και τις αίγες, τα οποία παρουσιάζουν [[μεγάλη]] έως αρκετή [[ευαισθησία]] στη νόσο, ενώ άλλα ζώα, όπως λ.χ. τα πουλερικά [[είναι]] [[πάρα]] πολύ ανθεκτικά<br /><b>αρχ.</b><br />[[στύση]] του πέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[τετανός]] ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό του τόνου].<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[τίτανος]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο, ΝΑ<br /><b>ιατρ.</b> [[βαριά]] [[νόσος]] του νευρικού συστήματος που οφείλεται σε μικροβιακή [[τοξίνη]] και χαρακτηρίζεται από γενικευμένες πολύ επώδυνες συσπάσεις τών [[μυών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>([[κτην]].)</b> ζωονόσος, με κύρια συμπτώματα τη μυϊκή [[ακαμψία]] του λαιμού, τών [[άκρων]] και της ουράς, που προσβάλλει τα ιπποειδή, τα βοοειδή και τις αίγες, τα οποία παρουσιάζουν [[μεγάλη]] έως αρκετή [[ευαισθησία]] στη νόσο, ενώ άλλα ζώα, όπως λ.χ. τα πουλερικά [[είναι]] [[πάρα]] πολύ ανθεκτικά<br /><b>αρχ.</b><br />[[στύση]] του πέους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[τετανός]] ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό του τόνου].<br /><b>(II)</b><br />ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[τίτανος]]. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[rigidity of the muscles]], [[stiffness of the muscles]] | |woodrun=[[rigidity of the muscles]], [[stiffness of the muscles]] | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, A convulsive tension, tetanus, tetany, Hp.Aph.7.13, Acut.(Sp.) 37, Pl.Ti.84e, Arist.HA604b4. II erection, Lat. erectio penis, Ar.Lys.553 (anap.), 846. τέτανος, ἡ, v. τίτανος.
German (Pape)
[Seite 1096] ὁ, das Spannen, die Spannung, bes. die krankhafte, mit Steifheit verbundene Verzerrung einzelner Theile des Leibes nach einer Seite hin, tetanus, rigor nervorum; Ar. Lys. 553. 846; Plat. Tim. 84 e; Medic.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
tension ou rigidité d'un membre.
Étymologie: τείνω.
Russian (Dvoretsky)
τέτᾰνος: ὁ
1) натяжение, напряжение Arph.;
2) судорога, сведение Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τέτᾰνος: ὁ, σπασμωδικὴ τάσις ἢ τέντωμα τοῦ σώματος ἐξ οὗ τοῦτο γίνεται ἄκαμπτον ὡς νεκρὸν πτῶμα, (rigor nervorum παρὰ Κέλσῳ), Ἱππ. Ἀφ. 1251, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 3, πρβλ. ἐμπροσθότονος, ὀπισθότονος. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., κᾆτ’ ἐντεύξῃ τέτανον τερπνὸν τοῖς ἀνδράσι καὶ ῥοπαλισμούς, «τέτανον καὶ ῥοπαλισμούς, τάσις τοῦ αἰδίου, ἐπεὶ ὡς ῥόπαλον γίνεται» (Σουΐδ.), Ἀριστοφάν. Λυσ. 533, 846.
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΑ
ιατρ. βαριά νόσος του νευρικού συστήματος που οφείλεται σε μικροβιακή τοξίνη και χαρακτηρίζεται από γενικευμένες πολύ επώδυνες συσπάσεις τών μυών
νεοελλ.
(κτην.) ζωονόσος, με κύρια συμπτώματα τη μυϊκή ακαμψία του λαιμού, τών άκρων και της ουράς, που προσβάλλει τα ιπποειδή, τα βοοειδή και τις αίγες, τα οποία παρουσιάζουν μεγάλη έως αρκετή ευαισθησία στη νόσο, ενώ άλλα ζώα, όπως λ.χ. τα πουλερικά είναι πάρα πολύ ανθεκτικά
αρχ.
στύση του πέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. τετανός ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό του τόνου].
(II)
ἡ, Α
βλ. τίτανος.