ταλασίφρων: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />à l'âme courageuse.<br />'''Étymologie:''' [[τλάω]], [[φρήν]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />à l'âme courageuse.<br />'''Étymologie:''' [[τλάω]], [[φρήν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰλᾰσίφρων:''' 2, gen. ονος крепкий духом, терпеливый, выносливый, стойкий ([[Ὀδυσσεύς]] Hom., Hes.; δμῶες Theocr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰλᾰσίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ (*[[τλάω]], [[φρήν]]), [[καρτερικός]], [[καρτερόψυχος]], [[υπομονετικός]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. του Οδυσσέα, σε Όμηρ. | |lsmtext='''τᾰλᾰσίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ (*[[τλάω]], [[φρήν]]), [[καρτερικός]], [[καρτερόψυχος]], [[υπομονετικός]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. του Οδυσσέα, σε Όμηρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τᾰλᾰσί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [*[[τλάω]], [[φρήν]]<br />[[patient]] of [[mind]], [[stout]]-hearted, Il.; [[epithet]] of [[Ulysses]], Hom. | |mdlsjtxt=τᾰλᾰσί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [*[[τλάω]], [[φρήν]]<br />[[patient]] of [[mind]], [[stout]]-hearted, Il.; [[epithet]] of [[Ulysses]], Hom. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, (Τλάω) patient of mind, stout-hearted, ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν Il.4.421; mostly as epithet of Odysseus, 11.466, Od.1.87,129, al., Hes.Th.1012; δμῶες τ. Theoc.24.50.
German (Pape)
[Seite 1065] ονος, mit duldender, ausharrender Seele, mit wagendem, kühnem Geiste, unerschrocken, muthig; bei Hom. gewöhnliches Beiwort des Odysseus, Il. 11, 466 u. oft in der Od.; eben so bei Hes. Th. 1012; ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν, Il. 4, 421.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
à l'âme courageuse.
Étymologie: τλάω, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰσίφρων: 2, gen. ονος крепкий духом, терпеливый, выносливый, стойкий (Ὀδυσσεύς Hom., Hes.; δμῶες Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (*τλάω) καρτερικός, καρτερόψυχος, ὑπομενητικός, ἀπτόητος, ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν, «καὶ τὸν πάνυ καρτερικὸν φόβος ἔλαβε» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 421· ὡς τὸ ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπίθετον τοῦ Ὀδυσσέως, Λ. 466, Ἡσ. Θ. 1012, καὶ συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· ταλ. δμῶες Θεόκρ. 24. 50.
English (Autenrieth)
(root ταλ, φρήν): stouthearted; epithet especially of Odysseus.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. ο ταλάφρων («ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν», Ομ. Ιλ.)
2. (ιδίως ως προσωνυμία του Οδυσσέως) καρτερόψυχος, γενναιόψυχος («Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο πολλά», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ταλάφρων.
Greek Monotonic
τᾰλᾰσίφρων: -ονος, ὁ, ἡ (*τλάω, φρήν), καρτερικός, καρτερόψυχος, υπομονετικός, σε Ομήρ. Ιλ.· επίθ. του Οδυσσέα, σε Όμηρ.
Middle Liddell
τᾰλᾰσί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [*τλάω, φρήν
patient of mind, stout-hearted, Il.; epithet of Ulysses, Hom.