τετράπλευρος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui a quatre côtés ; τὸ τετράπλευρον figure à quatre côtés.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πλευρά]]. | |btext=ος, ον :<br />qui a quatre côtés ; τὸ τετράπλευρον figure à quatre côtés.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[πλευρά]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τετράπλευρος:''' [[четырехгранный]] ([[κίων]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετράπλευρος:''' [ᾰ], -ον ([[πλευρόν]]), αυτός που έχει [[τέσσερις]] πλευρές, σε Ανθ. | |lsmtext='''τετράπλευρος:''' [ᾰ], -ον ([[πλευρόν]]), αυτός που έχει [[τέσσερις]] πλευρές, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τετρά-˘πλευρος, ον, [[πλευρόν]]<br />[[four]]-[[sided]], Anth. | |mdlsjtxt=τετρά-˘πλευρος, ον, [[πλευρόν]]<br />[[four]]-[[sided]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, four-sided, σχῆμα Str.5.1.2; κίων AP9.682; σῶμα Gal.8.894; facing four ways, τάγμα Ael. Tact.36.4, cf. Ascl.Tact.11.6, Arr.Tact.28.4: τετράπλευρον, τό, figure with four sides, Arist.Mech.848b20, Pr.911b3, Apollod.Poliorc.165.16; part of Sagittarius, Ptol.Tetr.25.
German (Pape)
[Seite 1098] mit vier Seiten, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a quatre côtés ; τὸ τετράπλευρον figure à quatre côtés.
Étymologie: τέσσαρες, πλευρά.
Russian (Dvoretsky)
τετράπλευρος: четырехгранный (κίων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τετράπλευρος: [ᾰ], -ον, ἔχων τέσσαρας πλευράς, σχῆμα Στράβ. 210˙ κίων Ἀνθ. Π. 9. 682˙ - τετράπλευρον, τό, σχῆμα ἔχον τέσσαρας πλευράς, Ἀριστ. Μηχ. 1, 4, Προβλ. 15. 6.
Greek Monolingual
η, -ο / τετράπλευρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις πλευρές («τετράπλευρος κίων», Ανθ. Παλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράπλευρο(ν)
πολύγωνο που έχει τέσσερεις πλευρές
νεοελλ.
φρ. α) «πλήρες τετράπλευρο»
μαθημ. το σχήμα που ορίζεται από τέσσερεις συνεπίπεδες ευθείες και από τα έξι σημεία στα οποία τέμνονται αυτές ανά δύο και ονομάζονται κορυφές
β) «κορυφές του τετραπλεύρου»
μαθημ. τα έξι σημεία στα οποία τέμνονται ανά δύο οι πλευρές του τετραπλεύρου
γ) «τετράπλευρο λόβιο»
ανατ. λόβιο του βρεγματικού λοβού του εγκεφάλου κατά την άνω μοίρα του το οποίο αποτελεί το κέντρο της μυϊκής αίσθησης
αρχ.
αυτός που προσβλέπει προς τέσσερεις κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. ἑξά-πλευρος].
Greek Monotonic
τετράπλευρος: [ᾰ], -ον (πλευρόν), αυτός που έχει τέσσερις πλευρές, σε Ανθ.