τλητός: Difference between revisions
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> patient, courageux;<br /><b>2</b> qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut supporter, tolérable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τλάω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> patient, courageux;<br /><b>2</b> qu’on peut <i>ou</i> qu’il faut supporter, tolérable.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τλάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τλητός:''' дор. [[τλατός|τλᾱτός]] 3 [adj. verb. к [[τλῆναι]]<br /><b class="num">1)</b> [[терпеливый]], [[выносливый]], [[стойкий]] ([[θυμός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[выносимый]]: οὐ τ. Trag. невыносимый. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τλητός:''' -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, -ά, -όν, ρημ. επίθ. του *[[τλάω]]·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ., [[υπομονετικός]], [[καρτερικός]], [[σταθερός]] στα παθήματα και τους πόνους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. με αρνήση, οὐ [[τλητός]], δεν είναι [[υποφερτός]], είναι [[ανυπόφορος]], σε Τραγ. | |lsmtext='''τλητός:''' -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, -ά, -όν, ρημ. επίθ. του *[[τλάω]]·<br /><b class="num">I.</b> Ενεργ., [[υπομονετικός]], [[καρτερικός]], [[σταθερός]] στα παθήματα και τους πόνους, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. με αρνήση, οὐ [[τλητός]], δεν είναι [[υποφερτός]], είναι [[ανυπόφορος]], σε Τραγ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τλητός]], ή, όν verb. adj.of *[[τλάω]]:]<br /><b class="num">I.</b> act. [[suffering]], [[enduring]], [[patient]], [[steadfast]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]., with a negat., οὐ τλ. not to be endured, [[intolerable]], Trag. | |mdlsjtxt=[[τλητός]], ή, όν verb. adj.of *[[τλάω]]:]<br /><b class="num">I.</b> act. [[suffering]], [[enduring]], [[patient]], [[steadfast]], Il.<br /><b class="num">II.</b> [[pass]]., with a negat., οὐ τλ. not to be endured, [[intolerable]], Trag. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, Dor. τλᾱτός, ά, όν: I Act., patient, steadfast in suffering or labour, θυμός Il.24.49. II Pass., to be endured, always with neg., οὐ τ. not to be endured, intolerable, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητὸν . . ἔπος A.Pr.1065 (anap.); οὐκ ἔστι τοὔγρον τ. S.Aj.466; οὐ τλητόν [ἐστι], c. inf., E.Med.797, Alc.887 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1123] adj. verb. von τλαω, 1) akt., duldend, zum Ertragen fähig, standhaft; τλητὸν γὰρ Μοῖραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν, Il. 24, 49; Hesych. erkl. ὑπομενητικός. – 2) pass., zu erdulden, erträglich; Aesch. Prom. 1081; Valck. Eur. Phoen. 874; οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν, Soph. Ai. 461.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 patient, courageux;
2 qu’on peut ou qu’il faut supporter, tolérable.
Étymologie: adj. verb. de τλάω.
Russian (Dvoretsky)
τλητός: дор. τλᾱτός 3 [adj. verb. к τλῆναι
1) терпеливый, выносливый, стойкий (θυμός Hom.);
2) выносимый: οὐ τ. Trag. невыносимый.
Greek (Liddell-Scott)
τλητός: -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, ά, όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ *τλάω (πρβλ. Λατ. lātus, δηλ. tlātus, ἐκ τοῦ tollo)· Ι. ἐνεργ., ὑπομένων, ὑπομονητικός, καρτερικός, σταθερὸς ἐν τοῖς παθήμασι καὶ τοῖς πόνοις, θυμὸς Ἰλ. Ω. 49. ΙΙ. Παθ., ὃν δύναταί τις νὰ ὑπομείνῃ, ὑποφερτός, ἀείποτε μετ’ ἀρνήσ., οὐ τλ., δὲν εἶναι ὑποφερτόν, εἶναι ἀνυπόφορον, οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε τλητόν... ἔπος Αἰσχύλ. Πρ. 1065· οὐκ ἔστι τοὖργον τλ. Σοφ. Αἴ. 466· οὐ τλητόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Μήδ. 797· δουλείας τᾶς οὐ τλατᾶς Ἑκ. 458, Ἄλκ. 887. Ἐπίρρ. -τῶς, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 7, σ. 248. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 454.
English (Autenrieth)
(τλῆναι): enduring, Il. 24.49†.
Spanish
Greek Monolingual
και δωρ. τ. τλατός, -ή, -όν, Α
1. τλητικός («τλητὸν γὰρ Μοῑραι θυμὸν θέσαν ἀνθρώποισιν», Ομ. Ιλ.)
2. (με παθ. σημ.) (πάντοτε με άρνηση) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπομείνει, υποφερτός («οὐ γὰρ γελᾶσθαι τλητὸν ἐξ ἐχθρῶν, φίλαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη- / τλᾶ-(βλ. λ. τλή-θυμος και τάλας) + επίθημα -τός].
Greek Monotonic
τλητός: -ή, -όν, Δωρ. τλᾱτός, -ά, -όν, ρημ. επίθ. του *τλάω·
I. Ενεργ., υπομονετικός, καρτερικός, σταθερός στα παθήματα και τους πόνους, σε Ομήρ. Ιλ.
II. Παθ. με αρνήση, οὐ τλητός, δεν είναι υποφερτός, είναι ανυπόφορος, σε Τραγ.
Middle Liddell
τλητός, ή, όν verb. adj.of *τλάω:]
I. act. suffering, enduring, patient, steadfast, Il.
II. pass., with a negat., οὐ τλ. not to be endured, intolerable, Trag.