φαιδρόνους: Difference between revisions

From LSJ

Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br />qui a l'âme sereine <i>ou</i> joyeuse.<br />'''Étymologie:''' [[φαιδρός]], [[νοῦς]].
|btext=ους, ουν :<br />qui a l'âme sereine <i>ou</i> joyeuse.<br />'''Étymologie:''' [[φαιδρός]], [[νοῦς]].
}}
{{elru
|elrutext='''φαιδρόνους:''' [[с ясным умом]], [[бодро настроенный]] Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φαιδρόνους:''' -ουν, με λαμπρό εύθυμο [[φρόνημα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''φαιδρόνους:''' -ουν, με λαμπρό εύθυμο [[φρόνημα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φαιδρόνους:''' [[с ясным умом]], [[бодро настроенный]] Aesch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φαιδρό-νους, ουν,<br />with [[bright]], [[joyous]] [[mind]], Aesch.
|mdlsjtxt=φαιδρό-νους, ουν,<br />with [[bright]], [[joyous]] [[mind]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 16:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιδρόνους Medium diacritics: φαιδρόνους Low diacritics: φαιδρόνους Capitals: ΦΑΙΔΡΟΝΟΥΣ
Transliteration A: phaidrónous Transliteration B: phaidronous Transliteration C: faidronous Beta Code: faidro/nous

English (LSJ)

ουν, with bright, joyous mind, light-hearted, A.Ag. 1229(s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1250] ουν, reines, klares, fröhliches Sinnes, Aesch. Ag. 1202.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
qui a l'âme sereine ou joyeuse.
Étymologie: φαιδρός, νοῦς.

Russian (Dvoretsky)

φαιδρόνους: с ясным умом, бодро настроенный Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

φαιδρόνους: ουν, ὁ ἔχων φαιδρὸν νοῦν, εὔθυμος, οἷα γλῶσσα μισητῆς κυνὸς λέξασα καὶ κτείνασα φαιδρόνους Αἰσχύλ. Ἀγ. 1229.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. φαιδρόνοος, -ον, Α
1. αυτός που έχει καθαρό μυαλό
2. εύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαιδρός + -νους / -νοος (< νοῦς / νόος), πρβλ. σοφό-νους].

Greek Monotonic

φαιδρόνους: -ουν, με λαμπρό εύθυμο φρόνημα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φαιδρό-νους, ουν,
with bright, joyous mind, Aesch.