φυγαδοθήρας: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui traque <i>ou</i> poursuit les exilés les fuyards.<br />'''Étymologie:''' [[φυγάς]], [[θηράω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui traque <i>ou</i> poursuit les exilés les fuyards.<br />'''Étymologie:''' [[φυγάς]], [[θηράω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῠγᾰδοθήρας:''' ου ὁ занимающийся поимкой изгнанников или беглецов Polyb., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῠγᾰδοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που κυνηγά τους δραπέτες ή τους εξόριστους, σε Πλούτ.
|lsmtext='''φῠγᾰδοθήρας:''' -ου, ὁ ([[θηράω]]), αυτός που κυνηγά τους δραπέτες ή τους εξόριστους, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῠγᾰδοθήρας:''' ου ὁ занимающийся поимкой изгнанников или беглецов Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγᾰδοθήρας Medium diacritics: φυγαδοθήρας Low diacritics: φυγαδοθήρας Capitals: ΦΥΓΑΔΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: phygadothḗras Transliteration B: phygadothēras Transliteration C: fygadothiras Beta Code: fugadoqh/ras

English (LSJ)

ου, ὁ, one who hunts after runaways or exiles, Plb.9.29.3, Plu.Dem.28, Procl. in Cra.p.40P.

German (Pape)

[Seite 1311] ὁ, der auf Flüchtlinge, Verbannte Jagd macht, sie ausspäht; Polyb. 9, 29, 3; Plut. Dem. 28, öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui traque ou poursuit les exilés les fuyards.
Étymologie: φυγάς, θηράω.

Russian (Dvoretsky)

φῠγᾰδοθήρας: ου ὁ занимающийся поимкой изгнанников или беглецов Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγᾰδοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ καταδιώκων τοὺς φυγάδας ἢ τοὺς ἐξορίστους, Πολύβ. 9. 29, 3 (ἔνθα ἡ αἰτ. πληθ. πρέπει νὰ γράφηται -θήρας, οὐχὶ -θῆρας). Πλουτ. Δημοσθ. 28, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που καταδιώκει φυγάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγάς, -άδος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ὀρνιθο-θήρας].

Greek Monotonic

φῠγᾰδοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που κυνηγά τους δραπέτες ή τους εξόριστους, σε Πλούτ.