χαλκοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />plein d'airain, <i>càd</i> recouvert d'une armure d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πλῆθος]].
|btext=ής, ές :<br />plein d'airain, <i>càd</i> recouvert d'une armure d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πλῆθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκοπληθής:''' [[весь в медных доспехах]] Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκοπληθής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>, αυτός που είναι [[ολόκληρος]] εξοπλισμένος με χαλκό, σε Ευρ.
|lsmtext='''χαλκοπληθής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i>, αυτός που είναι [[ολόκληρος]] εξοπλισμένος με χαλκό, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκοπληθής:''' [[весь в медных доспехах]] Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοπληθής Medium diacritics: χαλκοπληθής Low diacritics: χαλκοπληθής Capitals: ΧΑΛΚΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: chalkoplēthḗs Transliteration B: chalkoplēthēs Transliteration C: chalkoplithis Beta Code: xalkoplhqh/s

English (LSJ)

ές, multitudinous and bronze-clad, στρατός E.Supp.1220.

German (Pape)

[Seite 1331] ές, mit Erz gefüllt, beladen, mit Erz vollständig gerüstet, Eur. Suppl. 1219 στρατός.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plein d'airain, càd recouvert d'une armure d'airain.
Étymologie: χαλκός, πλῆθος.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοπληθής: весь в медных доспехах Eur.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπληθής: -ές, γεν. έος, πλήρης χαλκοῦ, ὡπλισμένος μὲ χαλκόν, στρατὸς Εὐρ. Ἱκ. 1219.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) οπλισμένος με χάλκινες πανοπλίες («χαλκοπληθῆ Δαναΐδῶν ὁρμᾶν στρατόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος < πίμπλημι), πρβλ. ἁμαξο-πληθής, θυμο-πληθής].

Greek Monotonic

χαλκοπληθής: -ές, γεν. -έος, αυτός που είναι ολόκληρος εξοπλισμένος με χαλκό, σε Ευρ.

Middle Liddell

χαλκο-πληθής, ές
armed all in brass, Eur.

English (Woodhouse)

brazen-armed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)