χειμερίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=hiverner.<br />'''Étymologie:''' [[χειμέριος]].
|btext=hiverner.<br />'''Étymologie:''' [[χειμέριος]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειμερίζω:''' [[проводить зиму]], [[зимовать]] (ἐν Θεσσαλίῃ, περὶ Μίλητον Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειμερίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, = [[χειμάζω]] I, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''χειμερίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, = [[χειμάζω]] I, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χειμερίζω:''' [[проводить зиму]], [[зимовать]] (ἐν Θεσσαλίῃ, περὶ Μίλητον Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χειμερίζω]], fut. -σω = [[χειμάζω]] 1, Hdt.]
|mdlsjtxt=[[χειμερίζω]], fut. -σω = [[χειμάζω]] 1, Hdt.]
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμερίζω Medium diacritics: χειμερίζω Low diacritics: χειμερίζω Capitals: ΧΕΙΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: cheimerízō Transliteration B: cheimerizō Transliteration C: cheimerizo Beta Code: xeimeri/zw

English (LSJ)

A = χειμάζω 1.2, pass the winter, winter, περὶ Μίλητον Hdt.6.31; περὶ Θεσσαλίην 8.126; ἐνθαῦτα 7.37; ἐν Κύμῃ, αὐτοῦ, 8.130; also in later Prose, D.H.15.10; μετὰ τῶν λόγων Them.Or.10.130a. II to be stormy, Thphr.Sign.42.

German (Pape)

[Seite 1342] att. -ιῶ, wie χειμάζω, durchwintern, den Winter zubringen; Her. 6, 31. 7, 37. 8, 126. 130 u. sonst; Hesych. erkl. διαχειμάζω.

French (Bailly abrégé)

hiverner.
Étymologie: χειμέριος.

Russian (Dvoretsky)

χειμερίζω: проводить зиму, зимовать (ἐν Θεσσαλίῃ, περὶ Μίλητον Her.).

Greek (Liddell-Scott)

χειμερίζω: χειμάζω Ι. 2, διέρχομαι τὸν χειμῶνα, διαχειμάζω, χειμερίσας περὶ Μίλητον Ἡρόδ. 6. 31· χειμερίσας τε ἄμεινον εἶναι ἐν Θεσσαλίῃ 8. 113· ἐνθαῦτα χ. 7. 37· αἱ δὲ τῶν νηῶν καὶ ἐχειμέρισαν αὐτοῦ 8, 130· οὐχὶ παρ’ Ἀττ. ΙΙ. χειμωνιάζω, ἐὰν λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κατάπλεως ᾖ, χειμερίσει, θὰ χειμωνιάσῃ, θὰ γίνῃ τρικυμία, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 3. 5.

Greek Monolingual

Α
1. περνώ τον χειμώνα σε έναν τόπο, ξεχειμωνιάζω
2. (ως τριτοπρόσ.) χειμερίζει
έρχεται ο χειμώνας, χειμωνιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα /χειμών (για τη μορφή του θ. βλ. λ. χειμώνας)].

Greek Monotonic

χειμερίζω: μέλ. -σω, = χειμάζω I, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

χειμερίζω, fut. -σω = χειμάζω 1, Hdt.]