Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χωριστός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />séparé ; <i>fig.</i> abstrait.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίζω]].
|btext=ή, όν :<br />séparé ; <i>fig.</i> abstrait.<br />'''Étymologie:''' [[χωρίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χωριστός:''' [adj. verb. к [[χωρίζω]] II]<br /><b class="num">1)</b> [[отделимый]] (μόρια Arst.): χ. ἢ μεγέθει ἢ λόγῳ Arst. отделимый пространственно или мысленно;<br /><b class="num">2)</b> [[отдельный]], [[обособленный]], [[самостоятельно существующий]] (ἰδέαι χωρισταί Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[отчуждаемый]] ([[κτῆμα]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[отвлеченный]] (μαθήματα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χωριστός:''' -ή, -όν ([[χωρίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ., με τοπική [[σημασία]], χωρισμένος, [[χωριστός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευδιάκριτος]], στον ίδ.
|lsmtext='''χωριστός:''' -ή, -όν ([[χωρίζω]])·<br /><b class="num">I.</b> ρημ. επίθ., με τοπική [[σημασία]], χωρισμένος, [[χωριστός]], σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευδιάκριτος]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''χωριστός:''' [adj. verb. к [[χωρίζω]] II]<br /><b class="num">1)</b> [[отделимый]] (μόρια Arst.): χ. ἢ μεγέθει ἢ λόγῳ Arst. отделимый пространственно или мысленно;<br /><b class="num">2)</b> [[отдельный]], [[обособленный]], [[самостоятельно существующий]] (ἰδέαι χωρισταί Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[отчуждаемый]] ([[κτῆμα]] Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[отвлеченный]] (μαθήματα Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χωριστός]], ή, όν verb. adj. from [[χωρίζω]]<br /><b class="num">I.</b> in [[local]] [[sense]], separated, [[separable]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> [[separate]] or [[separable]] in [[thought]], Arist.
|mdlsjtxt=[[χωριστός]], ή, όν verb. adj. from [[χωρίζω]]<br /><b class="num">I.</b> in [[local]] [[sense]], separated, [[separable]], Arist.<br /><b class="num">II.</b> [[separate]] or [[separable]] in [[thought]], Arist.
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χωριστός Medium diacritics: χωριστός Low diacritics: χωριστός Capitals: ΧΩΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: chōristós Transliteration B: chōristos Transliteration C: choristos Beta Code: xwristo/s

English (LSJ)

ή, όν, A separable, physically or logically, λόγῳ ἢ τόπῳ Arist.de An.413b14; μεγέθει ib.432a20; τῇ νοήσει Id.Ph.193b34; κατὰ τὸν λόγον χ. Id.Metaph.1025b28; of the Platonic ideas, ib.1086b9, cf. EN1096b33; χ. κτῆμα alienable property, of slaves, Id.Pol.1254a17. II existing separately, abstract, οὐθὲν . . χωριστόν ἐστι παρὰ τὴν οὐσίαν Id.Ph.185a31, cf. Metaph.1028a34, 1029a28; χ. ποσόν abstract quantity, Plot.6.3.11; χ. δημιουργία Jul.Or.4.144b, cf. 7.217d. Adv. -τῶς Iamb.Myst.1.9, al., Id. ap. Stob.1.5.18.

German (Pape)

[Seite 1388] adj. verb. von χωρίζω, abgesondert, geschieden, zu sondern, trennbar, Arist. pol. 1, 4 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
séparé ; fig. abstrait.
Étymologie: χωρίζω.

Russian (Dvoretsky)

χωριστός: [adj. verb. к χωρίζω II]
1) отделимый (μόρια Arst.): χ. ἢ μεγέθει ἢ λόγῳ Arst. отделимый пространственно или мысленно;
2) отдельный, обособленный, самостоятельно существующий (ἰδέαι χωρισταί Arst.);
3) отчуждаемый (κτῆμα Arst.);
4) отвлеченный (μαθήματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

χωριστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. Ι. ἐπὶ τοπικῆς σημασίας, κεχωρισμένος, ἢ δυνάμενος νὰ χωρισθῇ, τόπῳ, μεγέθει, ἀριθμῷ Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 8., 3. 9, 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν Πλατωνικῶν ἰδεῶν, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 9, 21, πρβλ. 6. 16, 5, Ἠθ. Νικομ. 1. 6, 13· χ. κτῆμα, ὃ δύναταί τις νἀπαλλοτριώσῃ, ἐπὶ δούλων, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 1. 4, 6. ΙΙ. κεχωρισμένον ἢ δυνάμενον νὰ χωρισθῇ νοητῶς, χ. τῇ νοήσει, τῷ λόγῳ, κατὰ τὸν λόγον Φυσικ. 2. 2, 2, κ. ἀλλ.· ὑπάρχων χωριστά, ἀφῃρημένως, οὐθὲν ... χωριστόν ἐστι παρὰ τὴν οὐσίαν αὐτόθι 1. 2, 6, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 1, 5., 6. 3, 7, κτλ.· ἀφηρημένος, αὐτόθι 5, 1, 8· - Ἐπίρρ. -τῶς, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 186.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χωριστός, -ή, -όν, ΝΜΑ χωρίζω
χωρισμένος, μεμονωμένος, μόνος, ιδιαίτερος (α. «έχουν χωριστές κρεβατοκάμαρες» β. «χωριστῷ τόπῳ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
φρ. «χωριστός φθόγγος»
μουσ. φθόγγος μη συνδεδεμένος με άλλους σε ενιαία φράση
νεοελλ.-μσν.
ξεχωριστός, εκλεκτόςμέσα στον κόσμο χωριστή, μέσα σε τόσες μία», Παλαμ.
β. «ἐκράτησεν τοὺς δώδεκα τοὺς χωριστοὺς ἐκείνους», Διήγ. Αχιλλ.)
αρχ.
1. (φιλοσ.) α) (για τις πλατωνικές ιδέες) αυτός που έχει ιδιαίτερη υπόσταση, αυθύπαρκτος («χωριστὰς τῆς ὕλης ἰδέας», Πλούτ.)
β) (για έννοια) αφηρημένος
2. φρ. «χωριστὸν κτῆμα» — δούλος τον οποίο μπορεί κανείς να απαλλοτριώσει (Αριστοτ.).
επίρρ...
χωριστά / χωριστῶς, ΝΑ
χώρια
νεοελλ.
εκτός.

Greek Monotonic

χωριστός: -ή, -όν (χωρίζω
I. ρημ. επίθ., με τοπική σημασία, χωρισμένος, χωριστός, σε Αριστ.
II. ευδιάκριτος, στον ίδ.

Middle Liddell

χωριστός, ή, όν verb. adj. from χωρίζω
I. in local sense, separated, separable, Arist.
II. separate or separable in thought, Arist.