ἀγριότης: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> nature sauvage, non cultivée;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> caractère farouche, sauvagerie, cruauté.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγριος]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> nature sauvage, non cultivée;<br /><b>2</b> <i>au mor.</i> caractère farouche, sauvagerie, cruauté.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγριος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγριότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[дикость]] (θηρίου Xen.; τῶν θηρίων Isocr.);<br /><b class="num">2)</b> перен. тж. pl. [[дикость]], [[грубость]] Plat., Arst., Dem. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγριότης:''' -ητος, ἡ ([[ἄγριος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αγριότητα]], [[βαρβαρότητα]], [[σκληρότητα]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[θηριωδία]], [[βαναυσότητα]], [[βιαιότητα]], σε Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἀγριότης:''' -ητος, ἡ ([[ἄγριος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αγριότητα]], [[βαρβαρότητα]], [[σκληρότητα]], σε Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> με [[ηθική]] [[σημασία]], [[θηριωδία]], [[βαναυσότητα]], [[βιαιότητα]], σε Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, A savageness, wildness, of animals, opp. ἡμερότης, X.Mem.2.2.7, cf. Isoc.12.163, Arist.HA588a21; ofplants, Thphr.HP 3.2.4; of untilled ground, ἀ. γῆς Gp.7.1.4; of diet, Hp.VM7 (as v.l. for θηριότητα), Aër.23. II of men, in moral sense, fierceness, cruelty, Pl.Smp.197d, al., D.26.26 (pl.).
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 estado salvaje, salvajismo op. ἡμερότης de animales, X.Mem.2.2.7, Isoc.12.163, Arist.HA 588a21, LXX 2Ma.15.21
•de pers. βαρβάρων ἀ. Plb.9.24.4
•de plantas estado silvestre Thphr.HP 3.2.4
•de la tierra falta de cultivo ἀ. γῆς Gp.7.1.4.
2 ref. al carácter fiereza, crueldad op. πραότης Pl.Smp.197d, Arist.HA 629b7, cf. D.26.26, ἀ. καὶ μέθη Plb.18.55.2
•de pasiones violencia, fiereza ἀ. (ἐπιθυμίας) Herm.Mand.12.1.2
•ímpetu Sud.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 nature sauvage, non cultivée;
2 au mor. caractère farouche, sauvagerie, cruauté.
Étymologie: ἄγριος.
Russian (Dvoretsky)
ἀγριότης: ητος ἡ
1) дикость (θηρίου Xen.; τῶν θηρίων Isocr.);
2) перен. тж. pl. дикость, грубость Plat., Arst., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγριότης: -ητος, ἡ, ἀγρία κατάστασις ζῴων, τὸ ἀντίθετον τοῦ ἡμερότης, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 7, Ἰσοκρ. 267 Β, καὶ φυτῶν: Θεοφρ. Ἱ. Φ. 3. 2, 4· ἐπὶ ἀκαλλιεργήτου γῆς, ἀγρ. γῆς, Γεωπ. 7. 1: -περὶ διαίτης, τρόπου τοῦ ζῆν, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Ἀέρ. 294. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων -ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας- ἀγριότης, σκληρότης, θηριωδία, Πλάτ. Συμπ. 197D, καὶ ἀλλ.· Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8, 1,2· ἐν τῷ πλθ., Δημ. 808, 15.
Greek Monotonic
ἀγριότης: -ητος, ἡ (ἄγριος),
I. αγριότητα, βαρβαρότητα, σκληρότητα, σε Ξεν. κ.λπ.
II. με ηθική σημασία, θηριωδία, βαναυσότητα, βιαιότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἄγριος
I. wildness, savageness, Xen., etc.
II. in moral sense, savageness, fierceness, cruelty, Plat., etc.