ἀμφίθυρος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a une porte <i>ou</i> une entrée de deux côtés ; τὸ ἀμφίθυρον salle à deux portes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[θύρα]].
|btext=ος, ον :<br />qui a une porte <i>ou</i> une entrée de deux côtés ; τὸ ἀμφίθυρον salle à deux portes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[θύρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίθῠρος:''' [[имеющий двери]] (выходы или входы) с обеих сторон, проходной ([[οἶκος]] Soph., Plut.; [[οἰκία]] Lys., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίθῠρος:''' -ον ([[θύρα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[διπλή]] είσοδο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>ἀμφίθυρον</i>, <i>τό</i>, [[διάδρομος]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ἀμφίθῠρος:''' -ον ([[θύρα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει [[διπλή]] είσοδο, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., <i>ἀμφίθυρον</i>, <i>τό</i>, [[διάδρομος]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίθῠρος:''' [[имеющий двери]] (выходы или входы) с обеих сторон, проходной ([[οἶκος]] Soph., Plut.; [[οἰκία]] Lys., Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίθῠρος Medium diacritics: ἀμφίθυρος Low diacritics: αμφίθυρος Capitals: ΑΜΦΙΘΥΡΟΣ
Transliteration A: amphíthyros Transliteration B: amphithyros Transliteration C: amfithyros Beta Code: a)mfi/quros

English (LSJ)

ον, A with a door on both sides, with double entrance, οἶκος S.Ph.159; οἰκία Lys.12.15; Boeot. ἀμφιθίουρος, ὁ, as substantive, IG7.2876 (Coronea). II Subst. ἀμφίθυρον, τό, hall, Theoc.14.42.

Spanish (DGE)

(ἀμφίθῠρος) -ον
• Alolema(s): beoc. ἀμφίθιουρος IG 7.2876 (Coronea); tarent. ἀμπίθυρον Hsch.
I de dos puertas οἶκος S.Ph.159, Plu.Num.26, οἰκία Lys.12.15, Plu.2.835f, νεώς Luc.Am.13, σταθμοί Nonn.D.3.135.
II subst.
1 ὁ ἀ. puerta trasera op. τὸ πρόθιουρον IG l.c., Poll.1.76.
2 τὸ ἀ. vestíbulo o entrada Theoc.14.42.
3 τὸ ἀ. cortina, cortinón en la entrada de una casa, Chrys.M.58.750, del velo del Templo de Jerusalén, Chrys.M.61.539.

German (Pape)

[Seite 139] von beiden Seiten eine Thür, einen Eingang habend, οἶκος Soph. Phil. 159; Theocr. 14, 42; Lyc. 12, 15; Plut. Lyc. et Num. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une porte ou une entrée de deux côtés ; τὸ ἀμφίθυρον salle à deux portes.
Étymologie: ἀμφί, θύρα.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίθῠρος: имеющий двери (выходы или входы) с обеих сторон, проходной (οἶκος Soph., Plut.; οἰκία Lys., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίθῠρος: -ον, ὁ ἔχων διπλῆν εἴσοδον, «οἰκία ἔχουσα ἀμφοτέρωθεν θύρας», Ἡσύχ.· οἶκος Σοφ. Φ. 159· οἰκία Λυσ. 121. 23. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἀμφίθυρον, τό, πρόδομος, Θεόκρ. 14. 42. Ἐν τῇ ἐκκλ. παραπέτασμα πρὸ τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, Ἱωάν. Χρυσ. VII. 796Β:-ἰδίως δὲ παραπέτασμα κρεμάμενον ἐν τῇ θύρᾳ τοῦ ἱεροῦ, = βηλόθυρον, βημόθυρον, Χρυσ. Χ. 581Β, XI. 23D, Εὐάγρ. 2877Α κτλ.

Greek Monolingual

ἀμφίθυρος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει θύρα ή είσοδο και στις δύο πλευρές
2. (το ουδ. ως ουσ. στα Εκκλ.) τὸ ἀμφίθυρον
α) προθάλαμος, πρόδομος
β) (Εκκλ.) το παραπέτασμα που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα του ναού και ειδικά μπροστά από το Άγιο Βήμα (αλλ. βήλον ή βημόθυρον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + θύρα.

Greek Monotonic

ἀμφίθῠρος: -ον (θύρα),
I. αυτός που έχει διπλή είσοδο, σε Σοφ.
II. ως ουσ., ἀμφίθυρον, τό, διάδρομος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

θύρα
I. with double entrance, Soph.
II. as substantive, ἀμφίθυρον, τό, a hall, Theocr.

English (Woodhouse)

having two doors

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)