ἀνταπόλλυμι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=faire périr par représailles;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνταπόλλυμαι (<i>ao.2</i> ἀνταπωλόμην);<br /><b>1</b> périr à son tour;<br /><b>2</b> périr en échange de : [[ὑπέρ]] τινος pour expier la mort de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀπόλλυμι]].
|btext=faire périr par représailles;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνταπόλλυμαι (<i>ao.2</i> ἀνταπωλόμην);<br /><b>1</b> périr à son tour;<br /><b>2</b> périr en échange de : [[ὑπέρ]] τινος pour expier la mort de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἀπόλλυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνταπόλλῡμι:''' [[истреблять в отмщение]] (τινά и τι Eur., Plat.); med.-pass. погибать в свою очередь (κατακτὰς αὐτὸς ἀνταπόλλυμαι Eur.): [[ὑπέρ]] τινος ἀνταπόλλυσθαι Her. быть казненным за убийство кого-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνταπόλλῡμι:''' μέλ. <i>-απολέσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταστρέφω]] ως [[ανταπόδοση]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. και Μέσ., με Ενεργ. παρακ. βʹ <i>-απόλωλα</i>, [[χάνομαι]] με τη [[σειρά]] μου, σε Ευρ.· [[ὑπὲρ]] ἀνδρὸς ἑκάστου [[δέκα]] ἀνταπόλλυσθαι, ότι [[δέκα]] θα θανατωθούν ως [[εκδίκηση]] για [[κάθε]] ένα άνδρα ξεχωριστά, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀνταπόλλῡμι:''' μέλ. <i>-απολέσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καταστρέφω]] ως [[ανταπόδοση]], σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ. και Μέσ., με Ενεργ. παρακ. βʹ <i>-απόλωλα</i>, [[χάνομαι]] με τη [[σειρά]] μου, σε Ευρ.· [[ὑπὲρ]] ἀνδρὸς ἑκάστου [[δέκα]] ἀνταπόλλυσθαι, ότι [[δέκα]] θα θανατωθούν ως [[εκδίκηση]] για [[κάθε]] ένα άνδρα ξεχωριστά, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνταπόλλῡμι:''' [[истреблять в отмщение]] (τινά и τι Eur., Plat.); med.-pass. погибать в свою очередь (κατακτὰς αὐτὸς ἀνταπόλλυμαι Eur.): [[ὑπέρ]] τινος ἀνταπόλλυσθαι Her. быть казненным за убийство кого-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[destroy]] in [[return]], Eur., Plat.<br /><b class="num">II.</b> Pass. and Mid., with perf. 2 act. -απόλωλα, to [[perish]] in [[turn]], Eur.; [[ὑπὲρ]] ἀνδρὸς ἑκάστου [[δέκα]] ἀνταπόλλυσθαι that ten be put to [[death]] in [[revenge]] for [[each]] man, Hdt.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[destroy]] in [[return]], Eur., Plat.<br /><b class="num">II.</b> Pass. and Mid., with perf. 2 act. -απόλωλα, to [[perish]] in [[turn]], Eur.; [[ὑπὲρ]] ἀνδρὸς ἑκάστου [[δέκα]] ἀνταπόλλυσθαι that ten be put to [[death]] in [[revenge]] for [[each]] man, Hdt.
}}
}}

Revision as of 17:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταπόλλῡμι Medium diacritics: ἀνταπόλλυμι Low diacritics: ανταπόλλυμι Capitals: ΑΝΤΑΠΟΛΛΥΜΙ
Transliteration A: antapóllymi Transliteration B: antapollymi Transliteration C: antapollymi Beta Code: a)ntapo/llumi

English (LSJ)

A destroy in return, E.Ion1328, Pl.Cri.51a. II Pass. and Med., with pf. 2 Act., perish in turn, αὐτὸς ἀνταπωλόμην E. Hel.106, cf.IT715; ὑπὲρ ἀνδρὸς ἑκάστου δέκα ἀνταπόλλυσθαι Hdt.3.14.

Spanish (DGE)

1 en v. act. destruir, matar a su vez τοὺς κτείνοντας E.Io 1328, ἡμᾶς τοὺς νόμους καὶ τὴν πατρίδα Pl.Cri.51a.
2 en v. med. perecer a su vez αὐτὸς ἀνταπωλόμην E.Hel.106, αὐτὸς ἀνταπόλλυμαι E.IT 715, ὑπὲρ ἀνδρὸς ἑκάστου δέκα ... ἀνταπόλλυσθαι Hdt.3.14.

German (Pape)

[Seite 244] (s. ὄλλυμι), dagegen vernichten, tödten, Eur. Ion. 1328; Plat. Crit. 51 a. – Med. u. perf. II., dagegen umkommen, Eur. Suppl. 765; ὑπέρ τινος, zur Rache für einen Gemordeten getödtet werden, Her. 3, 14.

French (Bailly abrégé)

faire périr par représailles;
Moy. ἀνταπόλλυμαι (ao.2 ἀνταπωλόμην);
1 périr à son tour;
2 périr en échange de : ὑπέρ τινος pour expier la mort de qqn.
Étymologie: ἀντί, ἀπόλλυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταπόλλῡμι: истреблять в отмщение (τινά и τι Eur., Plat.); med.-pass. погибать в свою очередь (κατακτὰς αὐτὸς ἀνταπόλλυμαι Eur.): ὑπέρ τινος ἀνταπόλλυσθαι Her. быть казненным за убийство кого-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταπόλλυμι: καταστρέφω τὸν καταστρέφοντα, οὐ χρή με τοὺς κτείνοντας ἀνταπολλύναι; Εὐρ. Ἴων 1328, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπόλλυμι, Πλάτ. Κρίτων 51Α. ΙΙ. Παθ. καὶ μέσ., μετὰ ἐνεργ. πρκμ. β΄, καταστρέφομαι, ἐν τῷ μέρει, καὶ ξύν γε πέρσας αὐτὸς ἀνταπωλόμην Εὐρ. Ἑλ. 106, πρβλ. Ι. Ι. 715˙ ἐδίκασαν ... ὑπὲρ ἀνδρὸς ἑκάστου δέκα ἀνταπόλλυσθαι, νὰ φονεύωνται δέκα ἀντὶ ἑκάστου ἀνδρός, πρὸς ἀπότισιν ποινῆς, Ἡρόδ. 3. 14.

Greek Monolingual

ἀνταπόλλυμι (Α)
φονεύω κάποιον για αντίποινα.

Greek Monotonic

ἀνταπόλλῡμι: μέλ. -απολέσω,
I. καταστρέφω ως ανταπόδοση, σε Ευρ., Πλάτ.
II. Παθ. και Μέσ., με Ενεργ. παρακ. βʹ -απόλωλα, χάνομαι με τη σειρά μου, σε Ευρ.· ὑπὲρ ἀνδρὸς ἑκάστου δέκα ἀνταπόλλυσθαι, ότι δέκα θα θανατωθούν ως εκδίκηση για κάθε ένα άνδρα ξεχωριστά, σε Ηρόδ.

Middle Liddell


I. to destroy in return, Eur., Plat.
II. Pass. and Mid., with perf. 2 act. -απόλωλα, to perish in turn, Eur.; ὑπὲρ ἀνδρὸς ἑκάστου δέκα ἀνταπόλλυσθαι that ten be put to death in revenge for each man, Hdt.