ἀπόκομμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />rognure, fragment.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκόπτω]].
|btext=ατος (τό) :<br />rognure, fragment.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποκόπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόκομμα:''' ατος τό обломок, кусок Theocr., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόκομμα:''' -ατος, τό ([[ἀποκόπτω]]), [[τεμάχιο]] που έχει αποκοπεί, [[κομμάτι]], [[τμήμα]], σε Θεόκρ., Λουκ.
|lsmtext='''ἀπόκομμα:''' -ατος, τό ([[ἀποκόπτω]]), [[τεμάχιο]] που έχει αποκοπεί, [[κομμάτι]], [[τμήμα]], σε Θεόκρ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόκομμα:''' ατος τό обломок, кусок Theocr., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀποκόπτω]]<br />a [[splinter]], [[chip]], [[shred]], Theocr., Luc.
|mdlsjtxt=[[ἀποκόπτω]]<br />a [[splinter]], [[chip]], [[shred]], Theocr., Luc.
}}
}}

Revision as of 18:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκομμα Medium diacritics: ἀπόκομμα Low diacritics: απόκομμα Capitals: ΑΠΟΚΟΜΜΑ
Transliteration A: apókomma Transliteration B: apokomma Transliteration C: apokomma Beta Code: a)po/komma

English (LSJ)

ατος, τό, splinter, chip, πέτρας ἀπόκομμ' ἀτεράμνου (of a man) Theoc.10.7; ἀ. τῶν τοῦ χαλκοῦ πετάλων PHolm.1.40; ἀ. ἀραχνιου shred, Luc.VH1.18; block of wood, of an idol, Aq.Ez.20.7; of stone, πώρων ἀ. IG11.158A32 (Delos, iii B. C., pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 fragmento, esquirla πέτρας ἀπόκομμ' ἀτεράμνω Theoc.10.7, πώρων IG 11(2).158A.31 (Delos III a.C.), τῶν τοῦ χαλκοῦ πετάλων PHolm.6
en plu. astillas tal vez dicho por los ídolos de madera egipcios, Aq.Ez.20.7.
2 tira, hebra δεθέντες ἀραχνίου ἀποκόμματι atados con un hilo de araña Luc.VH 1.18.

German (Pape)

[Seite 308] τό, das Abgeschlagene, Bruchstück, ἀραχνίου Luc. V. H. 1, 18; πέτρας Theocr. 10, 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
rognure, fragment.
Étymologie: ἀποκόπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόκομμα: ατος τό обломок, кусок Theocr., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκομμα: -ατος, τό, τεμάχιον ἀποκοπέν, πέτρας ἀπόκομμ’ ἀτεράμνω (ἐπὶ ἀνδρός) Θεόκρ. 10. 7· τὼ χεῖρε ὀπίσω δεθέντες ἀραχνίου ἀποκόμματι «μὲ ἕνα κομμάτι ῥαχνιὰ» Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 1. 18.

Greek Monolingual

το (AM ἀπόκομμα) αποκόπτω
αυτό που έχει αποκοπεί από κάπου, τεμάχιο, κομμάτι
νεοελλ.
1. τμήμα, κομμάτι που έχει αφαιρεθεί με σχίσιμο ή ψαλίδισμα από κάπου
2. το υπόλοιπο εισιτηρίου που επιστρέφεται στον κάτοχο μετά από τον έλεγχο
3. ο απογαλακτισμός
4. η εποχή του απογαλακτισμού των αρνιών και των κατσικιών
5. απόκρημνη περιοχή βουνού.

Greek Monotonic

ἀπόκομμα: -ατος, τό (ἀποκόπτω), τεμάχιο που έχει αποκοπεί, κομμάτι, τμήμα, σε Θεόκρ., Λουκ.

Middle Liddell

ἀποκόπτω
a splinter, chip, shred, Theocr., Luc.