ἀσπερχές: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec ardeur, sans trêve, sans relâche.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[σπέρχω]].
|btext=<i>adv.</i><br />avec ardeur, sans trêve, sans relâche.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., [[σπέρχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσπερχές:''' adv. безостановочно, беспрестанно, неутомимо Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀσπερχές:''' (<i>α ευφωνικό</i>, [[σπέρχω]]), ουδ., χρησιμ. ως επίρρ., εσπευσμένα, σφοδρά, βίαια, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀσπερχές:''' (<i>α ευφωνικό</i>, [[σπέρχω]]), ουδ., χρησιμ. ως επίρρ., εσπευσμένα, σφοδρά, βίαια, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσπερχές:''' adv. безостановочно, беспрестанно, неутомимо Hom.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 18:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπερχές Medium diacritics: ἀσπερχές Low diacritics: ασπερχές Capitals: ΑΣΠΕΡΧΕΣ
Transliteration A: asperchés Transliteration B: asperches Transliteration C: asperches Beta Code: a)sperxe/s

English (LSJ)

hotly, unceasingly, Hom., who uses only the neut. form as adverb, especially in phrase ἀσπερχὲς μενεαίνεις Il.4.32; ἀ. κεχολῶσθαι 16.61, al. (ἀ- intens., σπέρχομαι.)

Spanish (DGE)

sólo neutr. como adv. incesantemente, ardientemente ἀ. μενεαίνεις Ἰλίου Il.4.32, cf. 22.10, Od.1.20, Ἕκτορα δ' ἀ. κλονέων ἔφεπ' ὠκὺς Ἀχιλλεύς Il.22.188, ἀ. κεχολῶσθαι ἐνὶ φρεσίν Il.16.61
sin interrupción εἰσόκε πάντας ἀντιβίην ἀ. ὀρινομένους ἐδάιξαν hasta que acabaron con todos los que atacaban sin tregua A.R.1.1002, ἀ. ... πάϊς ἤρχετο δίη Eudoc.Cypr.91B.
• Etimología: Comp. en *-ες de σπέρχω q.u. c. ἀ- intensiva.

German (Pape)

[Seite 373] (σπέρχω), heftig, leidenschaftlich, unablässig; μενεαίνειν Iliad. 4, 32. 22, 10 Od. 1, 20; κεχολῶσθαι Iliad. 16, 61; Ἕκτορα ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπε 22, 188; πάρεχον 18, 556; auch Eur. fr. Dan. 51. Die Natur des α ist zweifelhaft.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec ardeur, sans trêve, sans relâche.
Étymologie: ἀ- prosth., σπέρχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπερχές: adv. безостановочно, беспрестанно, неутомимо Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπερχές: ἐσπευσμένως, σφοδρῶς, θερμῶς, ἀπαύστως, Ὅμ., ὅστις μεταχειρίζεται μόνον τὸν οὐδ. τοῦτον τύπον, ὡς ἐπίρρ. ἰδίως ἐν ταῖς φράσ. ἀσπερχὲς μενεαίνειν Ἰλ. Δ. 32· ἀσπ. κεχολῶσθαι Π. 61, κτλ. (Παρὰ τὸ α ἐπιτατικὸν καὶ τὸ σπέρχομαι, εἶμαι ὀξύθυμος, ὀργίλος, ἐκτὸς ἂν παραδεχθῶμεν τὴν γνώμην τοῦ Ἑρμάννου, ὅστις παράγει αὐτὸ ἐκ τοῦ ἐνεργ. σπέρχω καὶ τοῦ στερητ. α).

English (Autenrieth)

(σπέρχω): vehemently; ‘busily,’ Il. 18.556.

Greek Monolingual

ἀσπερχές επίρρ. (Α)
ακατάπαυστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (αθροιστικό-επιτακτικό) + πιθ. σπέρχος, το (< σπέρχομαι), του οποίου το ένσιγμο θ. εναλλάσσεται με το επίθημα -nο-στον τ. σπερχνός (πρβλ. έρεβος-ερεμνός)].

Greek Monotonic

ἀσπερχές: (α ευφωνικό, σπέρχω), ουδ., χρησιμ. ως επίρρ., εσπευσμένα, σφοδρά, βίαια, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: unceasingly (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [998] *sperǵh- 'be in haste
Etymology: With a copulativum (intensivum) directly from σπέρχω (be in) haste; Chantr. Form. 427.

Middle Liddell

σπέρχω [a neut. form used as adv.]
hastily, hotly, vehemently, Hom.

Frisk Etymology German

ἀσπερχές: {asperkhés}
Grammar: Adv.
Meaning: eifrig, heftig, unablässig (Hom.).
Etymology: Mit a copulativum (intensivum) direkt von σπέρχω drängen, einherstürmen (s. d.) gebildet; vgl. Chantraine Formation 427.
Page 1,168