ἑστίασις: Difference between revisions
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εος (ἡ) :<br />action de donner un repas, festin.<br />'''Étymologie:''' [[ἑστιάω]]. | |btext=εος (ἡ) :<br />action de donner un repas, festin.<br />'''Étymologie:''' [[ἑστιάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἑστίᾱσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[угощение]], [[пиршество]] Thuc., etc.: ἑ. [[συμφορητός]] Arst. (= [[ἔρανος]]) обед вскладчину; ἑστίασιν ἑστιᾶν Luc. давать званый пир, угощать; ἡ τῶν λόγων ἑ. Plat. приятная беседа;<br /><b class="num">2)</b> [[пир]], [[устраиваемый для членов своей филы]] (вид [[λειτουργία]] в Афинах) Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἑστίᾱσις:''' -εως, ἡ, [[συμπόσιο]], [[συνεστίαση]], [[περιποίηση]] φιλοξενουμένων, σε Θουκ., Πλάτ. | |lsmtext='''ἑστίᾱσις:''' -εως, ἡ, [[συμπόσιο]], [[συνεστίαση]], [[περιποίηση]] φιλοξενουμένων, σε Θουκ., Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:10, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A feasting, banqueting, entertainment, Th.6.46 (pl.), Pl.R.612a (pl.), D.19.234; λόγων ἑστίασις = a banquet of speeches, Pl. Ti.27b; ἑστίασις συμφορητός = ἔρανος, Arist.Pol.1286a29. II public dinner given by a citizen to his fellow-citizens, as a λειτουργία, ib.1321a37.
German (Pape)
[Seite 1044] ἡ, das Bewirthen, das Geben eines Schmauses, der Schmaus, Thuc. 6, 46; Plat. Rep. I, 352 b; Dem. 19, 234, was 235 erkl. wird τοὺς παρὰ τοῦ Φιλίππου πρέσβεις ἐξένισα; auch übertr., τὴν τῶν λόγων ἑστ. Plat. Tim. 27 b; Plut. – In Athen eine Liturgie, die Speisung der Stammgenossen.
French (Bailly abrégé)
εος (ἡ) :
action de donner un repas, festin.
Étymologie: ἑστιάω.
Russian (Dvoretsky)
ἑστίᾱσις: εως ἡ
1) угощение, пиршество Thuc., etc.: ἑ. συμφορητός Arst. (= ἔρανος) обед вскладчину; ἑστίασιν ἑστιᾶν Luc. давать званый пир, угощать; ἡ τῶν λόγων ἑ. Plat. приятная беседа;
2) пир, устраиваемый для членов своей филы (вид λειτουργία в Афинах) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἑστίᾱσις: -εως, ἡ, τό ἑστιᾶν τινα, φιλεύειν, συμπόσιον, εὐωχία, Θουκ. 6. 46, Πλάτ. Πολ. 612Α, κ. ἀλλ.· λόγων ἑστ., συμπόσιον λόγων, Πλάτ. Τίμ. 27Β· ἑστ. συμφορητός, δι’ ἐράνου, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 7. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, μία τῶν τακτικῶν λειτουργιῶν, δημόσιον συμπόσιον ἤ γεῦμα διδόμενον ὑπό πολίτου εἰς τούς συμφυλέτας αὑτοῦ, Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 6, πρβλ. Böckh P. Ε. 2. 221· ἴδε ἑστιάτωρ, ἑστιάω, ἴδε Λεξικ. Ἑλλ. Ἀρχαιολ. Α. Ρ. Ραγκαβῆ, ἔκδ. Α. Κωνσταντινίδου.
Greek Monotonic
ἑστίᾱσις: -εως, ἡ, συμπόσιο, συνεστίαση, περιποίηση φιλοξενουμένων, σε Θουκ., Πλάτ.
Middle Liddell
a feasting, banqueting, entertainment, Thuc., Plat. [from ἑστιάω