ἑκατηβόλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui lance ses traits au loin.<br />'''Étymologie:''' [[ἕκατος]], [[βάλλω]].
|btext=ος, ον :<br />qui lance ses traits au loin.<br />'''Étymologie:''' [[ἕκατος]], [[βάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκᾰτηβόλος:''' дор. [[ἑκαταβόλος|ἑκατᾱβόλος]] 2 Hom., HH, Hes., Pind. = [[ἑκάεργος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑκᾰτηβόλος:''' -ον ([[ἑκάς]], [[βάλλω]]), αυτός που σημαδεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ως ουσ., η Τοξοβόλος, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἑκᾰτηβόλος:''' -ον ([[ἑκάς]], [[βάλλω]]), αυτός που σημαδεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ως ουσ., η Τοξοβόλος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκᾰτηβόλος:''' дор. [[ἑκαταβόλος|ἑκατᾱβόλος]] 2 Hom., HH, Hes., Pind. = [[ἑκάεργος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑκᾰτη-[[βόλος]], ον [[ἑκάς]], [[βάλλω]]<br />far-[[shooting]], [[epithet]] of [[Apollo]], Hom., Hes.; as [[substantive]] the far-darter, Il.
|mdlsjtxt=ἑκᾰτη-[[βόλος]], ον [[ἑκάς]], [[βάλλω]]<br />far-[[shooting]], [[epithet]] of [[Apollo]], Hom., Hes.; as [[substantive]] the far-darter, Il.
}}
}}

Revision as of 20:19, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτηβόλος Medium diacritics: ἑκατηβόλος Low diacritics: εκατηβόλος Capitals: ΕΚΑΤΗΒΟΛΟΣ
Transliteration A: hekatēbólos Transliteration B: hekatēbolos Transliteration C: ekativolos Beta Code: e(kathbo/los

English (LSJ)

ον, Dor. ἑκατᾱ - (q.v.), epithet of Apollo, Hom., Hes.: as substantive, Il.15.231; also of Artemis, h.Hom.9.6. (Expld. by the ancients as, = far-darting, Hsch., etc. (or, shooting a hundred βέλη, Id.); but perhaps originally, hitting the mark at will, cf. ἑκάεργος.)

German (Pape)

[Seite 752] ὁ, weithin treffend, Beiname des Apollo, oft Hom., Hes.; Pind. P. 8, 64, der auch τόξοι Μοισᾶν so nennt, Ol. 9, 5; der Artemis, H. h. 8, 6. Als subst., ὁ (Apollo), Il. 15, 231.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance ses traits au loin.
Étymologie: ἕκατος, βάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἑκᾰτηβόλος: дор. ἑκατᾱβόλος 2 Hom., HH, Hes., Pind. = ἑκάεργος.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτηβόλος: -ον, (ἑκάς, βάλλω) ὁ μακρὰν βάλλων, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ὅμ. καὶ Ἡσ.· ὡς οὐσιαστ., Ἰλ. Ο. 231. - Πρβλ. ἑκηβόλος.

English (Autenrieth)

(ϝέκατος, βάλλω): fardarting, epithet of Apollo; subst., the ‘far-darter,’ Il. 15.231.

Greek Monolingual

ἑκατηβόλος, -ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α)
αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β' συνθετικό -βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός που ρίχνει από μακριά». Δυσκολίες παρέχει η ερμηνεία του α' συνθετικού, για τον οποίο έχουν διατυπωθεί οι εξής υποθέσεις: α) < εκατόν, οπότε ο τ. θα είχε τη μορφή εκατόμ-βολος και η σημασία του θα ήταν «αυτός που ρίχνει 100 ακόντια»
β) < εκηβόλος με παρετυμολογική επίδραση του εκατόν και γ) από συμφυρμό τών εκηβόλος και Έκατος (προσωνυμία του Απόλλωνος). Το ίδιο α' συνθετικό εμφανίζεται και στο σπάνιο σύνθετο επίθετο του Απόλλωνος εκατηβελέτης, του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. βάλλω. Η λ. αποτελεί προφανώς παρεκτεταμένο τ. σε -της του εκατηβελής (πρβλ. αιειγενέτης < αιειγενης), κατά το εριβρεμέτης].

Greek Monotonic

ἑκᾰτηβόλος: -ον (ἑκάς, βάλλω), αυτός που σημαδεύει από μακριά, επίθ. του Απόλλωνα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ως ουσ., η Τοξοβόλος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἑκᾰτη-βόλος, ον ἑκάς, βάλλω
far-shooting, epithet of Apollo, Hom., Hes.; as substantive the far-darter, Il.