ἡμερότης: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />humeur douce, douceur.<br />'''Étymologie:''' [[ἥμερος]].
|btext=ητος (ἡ) :<br />humeur douce, douceur.<br />'''Étymologie:''' [[ἥμερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμερότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ласковость]], [[кротость]] (καὶ ἡ. καὶ [[ἀγριότης]] ἔνεισιν ἐν πολλοῖς, sc. ζῴοις Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[культурность]] (φυτῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[мягкость]], [[любезность]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμερότης:''' -ητος, ἡ ([[ἥμερος]]), [[εξημέρωμα]], [[ημερότητα]]· [[καλλιέργεια]] του εδάφους· λέγεται για ανθρώπους, [[πραότητα]], [[ευγένεια]], [[αγαθότητα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἡμερότης:''' -ητος, ἡ ([[ἥμερος]]), [[εξημέρωμα]], [[ημερότητα]]· [[καλλιέργεια]] του εδάφους· λέγεται για ανθρώπους, [[πραότητα]], [[ευγένεια]], [[αγαθότητα]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμερότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[ласковость]], [[кротость]] (καὶ ἡ. καὶ [[ἀγριότης]] ἔνεισιν ἐν πολλοῖς, sc. ζῴοις Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[культурность]] (φυτῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[мягкость]], [[любезность]] Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡμερότης]], ητος, [[ἥμερος]]<br />tameness:—of men, [[gentleness]], [[kindness]], Plat.
|mdlsjtxt=[[ἡμερότης]], ητος, [[ἥμερος]]<br />tameness:—of men, [[gentleness]], [[kindness]], Plat.
}}
}}

Revision as of 20:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερότης Medium diacritics: ἡμερότης Low diacritics: ημερότης Capitals: ΗΜΕΡΟΤΗΣ
Transliteration A: hēmerótēs Transliteration B: hēmerotēs Transliteration C: imerotis Beta Code: h(mero/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, (ἥμερος) A cultivation, of a country, Hp.Aër. 12. 2 of men, gentleness, Pl.R.410d, Ephor.31(b)J., Epicur. Sent.Vat.36, Phld.Hom.p.32 O., D.S.32.27, etc.; of animals, Arist. HA588a21. II as a title, Clemency, ἡ ἡμετέρα ἡ. Just.Nov.115Pr.

German (Pape)

[Seite 1166] ητος, ἡ, das Zahmsein, die Sanftmuth; καὶ μαλακία Plat. Rep. III, 410 d; Ggstz ἀγριότης, Arist. H. A. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
humeur douce, douceur.
Étymologie: ἥμερος.

Russian (Dvoretsky)

ἡμερότης: ητος ἡ
1) ласковость, кротость (καὶ ἡ. καὶ ἀγριότης ἔνεισιν ἐν πολλοῖς, sc. ζῴοις Arst.);
2) культурность (φυτῶν Arst.);
3) мягкость, любезность Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερότης: -ητος, ἡ, (ἥμερος) ἀντίθ. ἀγριότης, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 1, 2. 2) καλλιέργεια χώρας, Ἱππ. Ἀέρ. 288. 3) ἐπί ἀνθρώπων, ἀγαθότης, πραότης, Πλάτ. Πολ. 410D. II παρὰ Βυζ., τίτλος τῶν αὐτοκρατόρων, Λατ. Serenitas. Clementia.

Greek Monotonic

ἡμερότης: -ητος, ἡ (ἥμερος), εξημέρωμα, ημερότητα· καλλιέργεια του εδάφους· λέγεται για ανθρώπους, πραότητα, ευγένεια, αγαθότητα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἡμερότης, ητος, ἥμερος
tameness:—of men, gentleness, kindness, Plat.